Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Το τέλος της αγίας (καπιταλιστικής) οικογένειας: Η άρνηση μιας πραγματικότητας ενός αιώνα (του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου)

Το τέλος της αγίας (καπιταλιστικής) οικογένειας: Η άρνηση μιας πραγματικότητας ενός αιώνα 


του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου 


Εδώ και αρκετά χρόνια επανέρχεται στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος η κουβέντα για την προστασία του θεσμού της οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό, οι αστικές κυβερνήσεις, εκκλησιαστικοί κύκλοι και ακροδεξιά στοιχεία εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της διαφύλαξης της τάχα απειλούμενης παραδοσιακής-αστικής-πυρηνικής οικογένειας, η οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπήρξε ιστορικά ένας από τους καθοριστικούς πυλώνες της εμπέδωσης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης καπιταλιστικής ιδεολογίας. Τη μπανανόφλουδα του υποκριτικού ενδιαφέροντος των εκπροσώπων της καπιταλιστικής βαρβαρότητας φαίνεται να πατά ακόμη και ο προοδευτικός-ριζοσπαστικός χώρος, αγνοώντας την πλούσια ιστορική πείρα που αποδεικνύει πως το αντιδραστικό, από τη φύση του, αστικό κράτος δε μπορεί παρά να εγγυηθεί την καταπάτηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του λαού, τόσο των συλλογικών όσο και των ατομικών.    


Μιλώντας όμως για την οικογένεια, ας επιχειρήσουμε να την κατανοήσουμε εντός του πλαισίου που έχει διαμορφώσει η ίδια η ιστορική της εξέλιξη, δίχως δηλαδή να αγνοούμε τη μορφή και το περιεχόμενο των τεκτονικών αλλαγών που έλαβαν χώρα σε κάθε πτυχή της οικογενειακής ζωής, κυρίως μετά την επικράτηση των σύγχρονων καπιταλιστικών παραγωγικών-οικονομικών σχέσεων. Μελετώντας τις σχετικές με τη θεματική θεωρητικές επεξεργασίες των Μαρξ, Ένγκελς, Κολλοντάι κ.α, γίνεται ξεκάθαρο πως η λεγόμενη παραδοσιακή-αστική οικογένεια δεν είναι ούτε η αρχή αλλά ούτε και το τέλος του θεσμού της οικογένειας. Με πιο απλά λόγια, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν και στο μέλλον μορφές οικογενειακής ζωής που δομούνται μακριά από τα πρότυπα λειτουργίας της κυρίαρχης αστικής ηθικής και πρακτικής, έτσι όπως αυτά εκφράστηκαν μέσα από την ανάδυση και τελικά επικράτηση της αστικής οικογένειας. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως στο έργο των θεωρητικών γίνεται σαφής τόσο ο αντιδραστικός χαρακτήρας του αστικού-πατριαρχικού γάμου όσο και οι συνθήκες εντός των οποίων αναδύθηκε αυτός: παράλληλα δηλαδή με την άνοδο της ατομικής ιδιοκτησίας και τη συγκρότηση της πρώτης στην ιστορία ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το έργο των Ένγκελς και Κολλοντάι, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την περιγραφή ενός νέου δρόμου διαλεκτικής εξέλιξης των σχέσεων και μορφών οικογενειακής ζωής, η ανάπτυξη των οποίων θα σημάνει, σύμφωνα πάντοτε με τους ίδιους, το οριστικό τέλος της λεγόμενης παραδοσιακής-αστικής (καπιταλιστικής) οικογένειας.    

 

Ποιά είναι όμως η αντικειμενική (μετρήσιμη) πραγματικότητα που συχνά αποκρύβουν ή και αρνούνται οι θιασώτες της συντήρησης του παραδοσιακού τύπου της οικογένειας (βλ. αστική οικογένεια); Πλήθος μελετητών έχει αναδείξει το γεγονός πως η επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, συνοδευόμενη από την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση, συνετέλεσε στη συρρίκνωση της παραδοσιακής οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό συναντάμε: τους ολοένα και λιγότερους (και σε μεγαλύτερη ηλικία) γάμους, τα ολοένα και περισσότερα διαζύγια (ιδιαίτερα για τις γυναίκες), καθώς και την ανάδυση νέων (ή εναλλακτικών) μορφών συμβίωσης, γονεϊκότητας και τεκνοποίησης (βλ. ελεύθερη συμβίωση, μονογονεϊκότητα, εθελοντική ατεκνία, οικογένειες σε ανασύνθεση, εκτός γάμου τεκνοποίηση, κλπ). 


Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται ιστορικά και για την περίπτωση της Ελλάδας: Κατά την περίοδο 1907-1920, οι διαζευγμένες γυναίκες στην Ελλάδα σημείωσαν μια συνταρακτική αύξηση του ποσοστού τους κατά περίπου 130%, ενώ την ίδια στιγμή οι έγγαμες γυναίκες σε ηλικία κάτω των 20 ετών γνώρισαν μια ποσοστιαία πτώση της τάξεως του 68%. Λίγο αργότερα, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, οι εκτός γάμου γεννήσεις στην Ελλάδα αυξήθηκαν ποσοστιαία κατά περίπου 23%, και μάλιστα σε συνθήκες πτώσης τόσο της συνολικής γεννητικότητας όσο και της γαμηλιότητας κατά περίπου 12% και 26%, αντίστοιχα. Παράλληλα, οι έγγαμες γυναίκες σε ηλικία κάτω των 20 ετών στην Ελλάδα του μεσοπολέμου μειώθηκαν εκ νέου κατά περίπου 20%. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως αυτή η μετρήσιμη συρρίκνωση της παραδοσιακής οικογένειας στην Ελλάδα, που λαμβάνει όπως είδαμε χώρα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, συνοδεύτηκε από την εκρηκτική αύξηση των ποσοστών της μισθωτής εργασίας των γυναικών. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε την εγκυρότητα της υπόθεσης της γυναικείας οικονομικής ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία η είσοδος των γυναικών στη μισθωτή εργασία οδήγησε στη σταδιακή χειραφέτησή τους, και άρα στην αποδέσμευσή τους από τα δεσμά του αστικού γάμου. 


Όπως ήταν φυσικό, τόσο οι διαζευγμένες γυναίκες όσο και η κοινωνική πραγματικότητα των εκτός γάμου γεννήσεων στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα κέρδισαν από την πρώτη στιγμή τα βέλη της χυδαίας αστικής κριτικής. Ακολούθησε μια οργανωμένη απόπειρα πειθάρχησης στα πλαίσια του κοινωνικού ελέγχου που άσκησε το αστικό κράτος πάνω στον πληθυσμό, και ιδιαίτερα στα κατώτερα στρώματα, με κύριο στόχο την “ανηθικότητα” που απειλούσε την κοινωνική συνοχή. Είναι ενδεικτικό πως τα “Αστυνομικά Χρονικά”, το επίσημο περιοδικό της περιβόητης Αστυνομίας Πόλεων, αφιέρωσε κατά τη μεταπολεμική περίοδο πλήθος άρθρων για τη στοχοποίηση των ανθρώπων που έφερναν στον κόσμο παιδιά εκτός γάμου, συχνά ταυτίζοντάς τους με κοινούς εγκληματίες. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που οι μανάδες αυτών των παιδιών στολίστηκαν δεόντως από τον αστικό λόγο ως “βουλγάρες”, “πουτάνες”, “άρρωστες” κλπ, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις το αστικό κράτος προχώρησε μέχρι και σε αρπαγές των παιδιών τους, καθώς αυτές θεωρήθηκαν “ανίκανες” για να τα μεγαλώσουν.


Σήμερα, το ποσοστό των γεννήσεων που λαμβάνουν χώρα εκτός γάμου στην Ελλάδα έχει σχεδόν δεκαπλασιαστεί συγκριτικά με τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 1960. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2015, τα ζευγάρια στην Ελλάδα που ζουν χωρίς να έχουν καθόλου παιδιά, τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά και η μονογονεϊκότητα (βλ. μη παραδοσιακές μορφές οικογενειακής ζωής) αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% του συνόλου των οικογενειών της χώρας, με την παραδοσιακή οικογένεια (βλ. ζευγάρια με παιδιά) να αντιπροσωπεύει μόλις το 27% του συνόλου των οικογενειών. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα εμπειρικά ευρήματα σύμφωνα με τα οποία όλες οι μη παραδοσιακές (βλ. εναλλακτικές) μορφές συμβίωσης και γονεϊκότητας συνδέονται θετικά με τη συνολική γονιμότητα, εν αντιθέσει με την παραδοσιακή οικογένεια που σχετίζεται αρνητικά με την αύξηση των γεννήσεων. Φαίνεται λοιπόν, και από αυτά τα στοιχεία, η τάση των ανθρώπων να επιλέγουν ολοένα και περισσότερο τη συγκρότηση οικογένειας εκτός γάμου (και εκτός του πλαισίου που θέτει η κυρίαρχη αστική ηθική), ιδιαίτερα σε συνθήκες άμβλυνσης των έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων.


Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

Η διάρθρωση των γεωργικών καλλιεργειών στον ελληνικό αγροτικό χώρο κατά την μεταπολεμική περίοδο: Ο ρόλος της διαθεσιμότητας των νέων τεχνολογιών και της απουσίας εργατικών χεριών

Η διάρθρωση των γεωργικών καλλιεργειών στον ελληνικό αγροτικό χώρο κατά την μεταπολεμική περίοδο: Ο ρόλος της διαθεσιμότητας των νέων τεχνολογιών και της απουσίας εργατικών χεριών

του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου 

- Αρδευτικές & ξηρικές ντομάτες: "στροφή προς το βορρά"...
 
αρδευτικές ντομάτες σε χιλ. τόνους, 1965

1965: Η Ηλεία καταγράφει τα υψηλότερα επίπεδα παραγωγής αρδευτικής ντομάτας με περίπου 52 χιλιάδες τόνους (το 12% της ετήσιας συνολικής παραγωγής). Στη δεύτερη θέση ακολουθεί η Θεσσαλονίκη με περίπου 39 χιλιάδες τόνους (το 9% της ετήσιας συνολικής παραγωγής), ενώ σημαντική παρουσία αρδευτικής ντομάτας εντοπίζεται και στην Εύβοια, τα Δωδεκάνησα, το Άργος, τη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Αξίζει να σημειωθεί πως στα νότια και δυτικά άκρα της Πελοποννήσου (βλ. Μεσσηνία, Λακωνία και Ηλεία) συγκεντρώνεται περίπου το 22% της ετήσιας συνολικής παραγωγής, ενώ ένα 20% της συνολικής παραγωγής εντοπίζεται στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία

αρδευτικές ντομάτες σε χιλ. τόνους, 1970

1970: Η Ηλεία παραμένει στην πρώτη θέση με περίπου 188 χιλιάδες τόνους παραγωγής αρδευτικής ντομάτας (αύξηση κατά 262% σε σχέση με την παραγωγή του 1965). Στη δεύτερη θέση σημειώνεται μια ανατροπή, με τη Βοιωτία να ρίχνει πλέον στην τρίτη θέση τη Θεσσαλονίκη, σημειώνοντας μια αύξηση της παραγωγής της για την αρδευτική ντομάτα κατά περίπου 788%. Μονάχα σε Ηλεία και Βοιωτία συγκεντρώνεται πλέον περίπου το 35% της συνολικής παραγωγής αρδευτικής ντομάτας. 

αρδευτικές ντομάτες σε χιλ. τόνους, 1975

1975: Η Ηλεία συνεχίζει να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή της αρδευτικής ντομάτας, σημειώνοντας μάλιστα νέα αύξηση κατά περίπου 32% κατά το διάστημα 1970-1975. Αυτή τη φορά, οι Σέρρες και η Πέλλα αναρριχώνται στη δεύτερη και την τρίτη θέση, αντίστοιχα, σημειώνοντας αυξήσεις της παραγωγής αρδευτικής ντομάτας κατά περίπου 450% και 947%, αντίστοιχα. Σε αρκετά υψηλά επίπεδα παραγωγής παραμένουν τόσο η Θεσσαλονίκη όσο και η Βοιωτία. Αυτές οι 5 περιοχές της Ελλάδας συγκεντρώνουν περίπου το μισό της ετήσιας συνολικής παραγωγής. 

αρδευτικές ντομάτες σε χιλ. τόνους, 1980

1980: Σημειώνεται ανατροπή στην κορυφή: Οι Σέρρες εκτοπίζουν πλέον την Ηλεία από την πρώτη θέση. Οι 5 πρώτες περιοχές στην κατάταξη (βλ. Ηλεία, Βοιωτία, Θεσσαλονίκη, Σέρρες και Πέλλα) συγκεντρώνουν περίπου το 50% της συνολικής παραγωγή αρδευτικής ντομάτας.
       
ξηρικές ντομάτες σε τόνους, 1965

1965: Τα υψηλότερα επίπεδα παραγωγής ξηρικής ντομάτας σε Κυκλάδες, Ηλεία και Θεσσαλονίκη. 

ξηρικές ντομάτες σε τόνους, 1970

1970: Ανάδειξη νέων πόλων: Η Φθιώτιδα και οι Σέρρες!!!

ξηρικές ντομάτες σε τόνους, 1975

1975: Νέος πόλος: Ο ρόλος της Ημαθίας!!! 

ξηρικές ντομάτες σε τόνους, 1980

1980: Στροφή από το νότο...στα κεντρικά και τα βόρεια της χώρας!!!

- Πορτοκάλια: σταθερά στο χρόνο πεδία συγκέντρωσης...

1965 
1970
1975
1980

Παρασκευή 18 Αυγούστου 2023

Η γεωγραφική κατανομή των “άλλων” στην Ελλάδα του 1907: Μήπως τελικά είχε δίκιο ο Βέμπερ; (του Δρ. Τρύφωνα Λεμοντζόγλου)

Η γεωγραφική κατανομή των «άλλων» στην Ελλάδα του 1907: «Μήπως τελικά είχε δίκιο ο Βέμπερ;» (του Δρ. Τρύφωνα Λεμοντζόγλου)

Στο διάσημο έργο του με τίτλο "Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού", ο Μαξ Βέμπερ επιχειρεί να ανατρέψει την κατεύθυνση κίνησης (βλ. φορά) που προβλέπει το Μαρξικό σχήμα ανάλυσης βάση-εποικοδόμημα, εστιάζοντας στη σημασία των "θεσμών" (institutions). Με πιο απλά λόγια, ο Βέμπερ ανιχνεύει τις ρίζες της συγκρότησης του σύγχρονου καπιταλισμού στην επικράτηση της προτεσταντικής ηθικής. Παράλληλα, στην ίδια βάση, ο Βέμπερ προσφέρει μια εναλλακτική για την εποχή του εξήγηση πίσω από τις αιτίες που συνετέλεσαν στην ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη ανάμεσα στις χώρες του ευρωπαϊκού βορρά και σε εκείνες του ευρωπαϊκού νότου. 

Την υπόθεση του Βέμπερ έχουν ελέγξει εμπειρικά ένα πλήθος μελετητών, ανάμεσα στους οποίους (...).

Αν μπορούσαμε να περιηγηθούμε στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα, και πιο συγκεκριμένα κατά το έτος 1907, θα συναντούσαμε στους νομούς της χώρας αλλόθρησκους και αλλοδαπούς στα επίπεδα του 1,10% και 1,42%, αντίστοιχα. Αν και οι πληθυσμοί αυτοί καθιστούσαν σχεδόν παντού απόλυτες μειοψηφίες, η γεωγραφική τους διασπορά και τα κέντρα βαρύτητας της παρουσίας τους παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητα. Την ίδια στιγμή, η βαθύτερη μελέτη τους παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον μιας και μπορεί να ρίξει φως στις αιτίες της ανισόμετρης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που χαρακτηρίζει έως και σήμερα διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές της χώρας (βλ. νότιες, βόρειες και νησιωτικές). Αξίζει να σημειωθεί πως τόσο για τους αλλόθρησκους όσο και για τους αλλοδαπούς, το κέντρο βάρους της παρουσίας τους εντοπίστηκε στα κεντρικά και βόρεια της χώρας (με βάση πάντα τα καθορισμένα σύνορα εκείνης της εποχής), και πιο συγκεκριμένα κοντά στη Φθιώτιδα.


1. Αλλόθρησκοι

Αναλυτικότερα, οι περιοχές όπου εντοπίζονταν τα υψηλότερα επίπεδα αλλόθρησκων ήταν οι Κυκλάδες (7,72%) και η Κέρκυρα (7,09%), ενώ κάποια σημαντικά ποσοστά καταγράφονταν και στην ηπειρωτική χώρα, και πιο συγκεκριμένα στη Λάρισα (2,92%), την Αττική (1,98%), τη Μαγνησία (1,87%), την Αχαΐα (1,68%) και την Άρτα (1,03%). Όλοι οι υπόλοιποι νομοί της χώρας συγκέντρωναν αλλόθρησκο πληθυσμό σε επίπεδα κάτω του 1%. Ανάμεσα στους αλλόθρησκους συναντούσαμε τους καθολικούς, τους ισραηλίτες, τους μουσουλμάνους και τους προτεστάντες σε επίπεδα παρουσίας κοντά στο 0,65%, 0,25%, 0,13% και 0,04%, αντίστοιχα. 


Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί πως περίπου το 99% των αλλόθρησκων στις Κυκλάδες, το 94% των αλλόθρησκων στην Αχαΐα, το 75% των αλλόθρησκων στην Αττική και το 60% των αλλόθρησκων στην Κέρκυρα ήταν καθολικοί. Παράλληλα, περίπου το 96% των αλλόθρησκων της Άρτας ήταν ισραηλίτες, το 50% των αλλόθρησκων της Λάρισας ήταν μουσουλμάνοι, ενώ το 48% των αλλόθρησκων της Μαγνησίας ήταν ισραηλίτες. Τα ευρήματα αυτά μας επιτρέπουν να διακρίνουμε ανάμεσα σε νομούς με μια μόλις κυρίαρχη μειοψηφούσα θρησκεία και σε άλλους που χαρακτηρίζονταν από τη συνύπαρξη τουλάχιστον 2 διαφορετικών θρησκευτικών μειοψηφιών. Πιο συγκεκριμένα, σε 14 από τους 26 νομούς της χώρας οι καθολικοί (βλ. μωβ) συγκροτούσαν την μοναδική κυρίαρχη μειοψηφούσα θρησκεία, ενώ οι μουσουλμάνοι (βλ. κόκκινο) και οι ισραηλίτες (βλ. γαλάζιο) υπερτερούσαν συντριπτικά έναντι των άλλων αλλόθρησκων σε 6 συνολικά νομούς της χώρας. Μόλις σε 3 νομούς της χώρας παρατηρούνταν κάποιες τάσεις κοινής συνύπαρξης 2 μειοψηφουσών θρησκειών.


1.1 Οι καθολικοί

Σε ότι αφορά τη γεωγραφική διασπορά των καθολικών, η σημαντικότερη παρουσία τους υπήρξε στις Κυκλάδες (7,6%) και την Κέρκυρα (4,2%). Ωστόσο, σημαντικά ποσοστά καθολικών καταγράφονταν και σε κάποιες από τις ηπειρωτικές περιοχές της χώρας, όπως ήταν η Αχαΐα (1,6%) και η Αττική (1,5%). Το κέντρο βάρους της παρουσίας των καθολικών εντοπίστηκε στα νότια της χώρας, και πιο συγκεκριμένα κοντά στην Αττική. Αξίζει να σημειωθεί πως το κέντρο βάρους των καθολικών μετατοπίζεται νοτιοανατολικότερα, και πιο συγκεκριμένα κοντά στην Τήνο και τη Σύρο, όταν λαμβάνουμε υπόψη μας τα δεδομένα στο επίπεδο των επαρχιών.


1.2 Οι ισραηλίτες 

Για τους ισραηλίτες, ο σημαντικότερος πόλος συγκέντρωσης υπήρξε η Κέρκυρα (2,20%) και η Λάρισα (1,15%), ενώ σχετικά σημαντική ήταν η παρουσία τους τόσο στην Άρτα (0,99%) όσο και στη Μαγνησία (0,90%). Το κέντρο βάρους των ισραηλιτών εντοπίστηκε στα βορειοδυτικά της χώρας, και πιο συγκεκριμένα κάπου ανάμεσα στην Άρτα και τα Τρίκαλα. Όταν λαμβάνουμε υπόψη μας τα δεδομένα στο επαρχιακό επίπεδο, το κέντρο βάρους της παρουσίας των ισραηλιτών μετατοπίζεται ελαφρώς βορειότερα και ανατολικότερα, και πιο συγκεκριμένα κοντά στα Τρίκαλα



1.3 Οι μουσουλμάνοι 

Στην περίπτωση των μουσουλμάνων, τα υψηλότερα επίπεδα παρουσίας βρέθηκαν στη Λάρισα (1,47%), ενώ σημαντική υπήρξε η παρουσία τους και στη Μαγνησία (0,72%) και την Καρδίτσα (0,40%). Το κέντρο βάρους των μουσουλμάνων εντοπίστηκε στα βορειοανατολικά της χώρας, και πιο συγκεκριμένα κοντά στη Λάρισα. Ακόμη και όταν λαμβάνουμε υπόψη μας τα δεδομένα στο επίπεδο των επαρχιών, το κέντρο βάρους των μουσουλμάνων παραμένει στα βορειοανατολικά της χώρας. 



1.4 Οι προτεστάντες 

Τέλος, οι προτεστάντες κατέγραφαν τα υψηλότερα επίπεδα παρουσίας τους στην Κέρκυρα (0,6%) και την Αττική (0,3%), με το κέντρο βάρους τους να εντοπίζεται στα δυτικά της χώρας, και πιο συγκεκριμένα κοντά στη Λευκάδα. Ωστόσο, όταν επεξεργαζόμαστε τα δεδομένα στο επαρχιακό επίπεδο, το κέντρο βάρους των προτεσταντών γνωρίζει μια σημαντική μετατόπιση προς τα νοτιοανατολικά της χώρας


2. Αλλοδαποί

Σε ότι αφορά τους αλλοδαπούς, η υψηλότερη παρουσία τους καταγράφονταν στην Αττική (5,26%), την Κέρκυρα (5,15%), τη Λάρισα (4,51%) και τα Τρίκαλα (3,33%), ενώ σημαντική υπήρξε η παρουσία τους και στη Μαγνησία (2,98%), την Αχαΐα (2,09%), τις Κυκλάδες (1,66%) και την Αιτωλοακαρνανία (1,65%). Παρουσία αλλοδαπών σε επίπεδα άνω του 1% κατέγραφαν και η Κορινθία (1,61%), η Άρτα (1,39%), η Εύβοια (1,13%) και η Φθιώτιδα (1,04%). 


Σε ένα βαθύτερο επίπεδο ανάλυσης, οι έχοντες την οθωμανική ιθαγένεια αποτελούσαν περίπου το 0,81% του πληθυσμού των νομών της χώρας. Αρκετά χαμηλότερα, οι έχοντες ιθαγένεια δυτικοευρωπαϊκής χώρας (βλ. αγγλική, αυστροουγγρική, γαλλική και γερμανική) αποτελούσαν περίπου το 0,18% του πληθυσμού, ενώ οι έχοντες την ιταλική ιθαγένεια το 0,17%. Ακόμη πιο χαμηλά, οι έχοντες την βουλγαρική ιθαγένεια αποτελούσαν το 0,09% του πληθυσμού.   


2.1 Οι οθωμανοί 

Σε ότι αφορά τη γεωγραφική διασπορά των κατοίκων με οθωμανική ιθαγένεια, οι κύριοι πόλοι συγκέντρωσής τους ήταν η Λάρισα (3,49%), τα Τρίκαλα (3,03%) και η Αττική (2,71%), ενώ σημαντική υπήρξε η παρουσία τους και στη Μαγνησία (1,84%), την Αιτωλοακαρνανία (1,61%), την Άρτα (1,35%) και την Κέρκυρα (1,15%). Όπως και στην περίπτωση του μουσουλμανικού πληθυσμού, έτσι και για τους έχοντες την οθωμανική ιθαγένεια, το κέντρο βάρους της παρουσίας τους εντοπίστηκε στα βόρεια της χώρας, και πιο συγκεκριμένα κοντά στην Καρδίτσα. Το κέντρο βάρους των οθωμανών μετατοπίζεται ελαφρώς βορειότερα και ανατολικότερα όταν λαμβάνουμε υπόψη μας τα δεδομένα στο επίπεδο των επαρχιών. 


2.2 Ιθαγένεια Δυτικοευρωπαϊκής χώρας

Για τους έχοντες ιθαγένεια δυτικοευρωπαικής χώρας, τα υψηλότερα επίπεδα παρουσίας καταγράφηκαν στην Κέρκυρα (2,45%), ενώ σημαντική ήταν η παρουσία τους και στην Αττική (0,74%), με το κέντρο βάρους τους να εντοπίζεται στα βορειοδυτικά της χώρας (κοντά στην Κέρκυρα). Την αγγλική ιθαγένεια είχε το 1,61% των κατοίκων της Κέρκυρας, ενώ στην ίδια περιοχή εντοπίστηκε και η υψηλότερη παρουσία όσων είχαν την γερμανική ιθαγένεια (0,59%). Η Αττική αναδεικνύεται σε πόλος υψηλής συγκέντρωσης όσων είχαν την γαλλική και την αυστροουγγρική και ιθαγένεια με επίπεδα παρουσίας στο 0,19% και 0,15%, αντίστοιχα. Σημαντική υπήρξε η μετατόπιση του κέντρους βάρους των κατοίκων με ιθαγένεια δυτικοευρωπαϊκής χώρας προς τα νοτιοανατολικά όταν λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα στο επαρχιακό επίπεδο.    


2.3 Οι ιταλοί 

Τέλος, οι έχοντες ιταλική ιθαγένεια κατέγραφαν τα υψηλότερα επίπεδα παρουσίας τους στην Κέρκυρα (1,46%) και την Αχαΐα (1,17%), ενώ σημαντική υπήρξε η παρουσία τους και στην Αττική (0,59%). Το κέντρο βάρους τους εντοπίστηκε στα δυτικά της χώρας, και πιο συγκεκριμένα κοντά στην Πάτρα. Νοτιοδυτικά εντοπίστηκε το κέντρος βάρους των κατοίκων με ιταλική ιθαγένεια όταν λάβαμε υπόψη μας τα δεδομένα στα επαρχιακό επίπεδο. 


3. Ξενόφωνοι

Ανάμεσα στους ξενόφωνους, την αλβανική γλώσσα βρέθηκε πως μιλούσε περίπου το 1,83% του πληθυσμού των νομών της χώρας, ενώ την κουτσοβλάχικη και την ιταλική μιλούσαν περίπου το 0,42% και 0,19% του πληθυσμού, αντίστοιχα. 


3.1 Αλβανικά 

Ανάμεσα στους νομούς της χώρας, αλβανικά μιλούσε περίπου το 26,23% του πληθυσμού της Βοιωτίας, το 5,39% του πληθυσμού της Αττικής, το 4,60% του πληθυσμού της Εύβοιας, το 4,33% του πληθυσμού της Αργολίδας και το 4,06% του πληθυσμού της Κορινθίας. Το κέντρο βάρους της παρουσίας της αλβανικής γλώσσας εντοπίστηκε στα κεντρικά της χώρας, και πιο συγκεκριμένα κοντά στη Βοιωτία. Ακόμη πιο νοτιοανατολικά μετατοπίζεται το κέντρο βάρους όσων μιλούσαν την αλβανική όταν λαμβάνουμε υπόψη μας τα δεδομένα στο επαρχιακό επίπεδο. 


3.2 Κουτσοβλάχικα 

Κουτσοβλάχικα μιλούσε περίπου το 3% του πληθυσμού των Τρικάλων, το 2,3% του πληθυσμού της Αιτωλοακαρνανίας, το 2,15% του πληθυσμού της Άρτας και το 2,1% του πληθυσμού της Λάρισας. Το κέντρο βάρους της παρουσίας της κουτσοβλάχικης γλώσσας εντοπίστηκε κοντά στα Τρίκαλα. Ακόμη και όταν λαμβάνουμε υπόψη μας τα δεδομένα στο επίπεδο των επαρχιών το κέντρο βάρους της κουτσοβλάχικης γλώσσας παραμένει στα βόρεια της χώρας. 


3.3 Ιταλικά 

Σε ότι αφορά την ιταλική γλώσσα, αυτή βρέθηκε πως μιλούνταν από το 2,5% του πληθυσμού της Κέρκυρας και το 1,2% του πληθυσμού της Αχαΐας, ενώ το κέντρο βάρους της παρουσίας της βρέθηκε κοντά στην Κέρκυρα. Όταν λαμβάνουμε υπόψη μας τα δεδομένα στο επαρχιακό επίπεδο τότε το κέντρο βάρους όσων μιλούσαν την ιταλική γλώσσα μετατοπίζεται στα νοτιοδυτικά της χώρας, και πιο συγκεκριμένα κοντά στην Πάτρα


3.4 Τούρκικα

Τούρκικα μιλούσε περίπου το 1% του πληθυσμού της Λάρισας, ενώ η Λάρισα αποτελούσε και το κέντρο βάρους της παρουσίας της Τουρκικής γλώσσας στην Ελλάδα. Στο ίδιο σημείο εντοπίζεται το κέντρο βάρους όσων μιλούσαν την τουρκική γλώσσα ακόμη και όταν λαμβάνουμε υπόψη μας τα δεδομένα στο επαρχιακό επίπεδο. 



Μήπως τελικά είχε δίκιο ο Βέμπερ;
Προτεστάντες και σύγχρονα (καπιταλιστικά) επαγγέλματα: 
Ενδείξεις από την Ελλάδα του 1907

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα ευρήματά μας σε ότι αφορά την ανάλυση συσχέτισης ανάμεσα στην παρουσία των προτεσταντών στους νομούς της χώρας και τα επίπεδα συγκέντρωσης του πληθυσμού στα λεγόμενα σύγχρονα (βλ. μη αγροτικά) επαγγέλματα κατά το έτος 1907. Αναλυτικότερα, η παρουσία των προτεσταντών βρέθηκε πως σχετιζόταν θετικά και στατιστικά σημαντικά με τα επίπεδα συγκέντρωσης του πληθυσμού στα σύγχρονα (καπιταλιστικά) επαγγέλματα. 

Η πιο ισχυρή θετική σύνδεση εντοπίστηκε ανάμεσα στους προτεστάντες και τους μεσίτες (ρ=+0,58), ενώ αρκετά έντονες υπήρξαν και οι θετικές συνδέσεις ανάμεσα στους προτεστάντες και το εμπόριο (ρ=+0,62), την αυτοαπασχόληση (ρ=+0,56), το σύνολο του τραπεζικού τομέα (ρ=+0,51) και τους τραπεζουπαλλήλους (ρ=+0,49). 

Οι σχέσεις αυτές διατηρούν το θετικό τους πρόσημο και τη στατιστική τους σημαντικότητα ακόμη και όταν κοντρολάρουμε ως προς τον εργατικό πληθυσμό. Κάποιες θετικές και στατιστικά σημαντικές συνδέσεις εντοπίστηκαν και ανάμεσα στους καθολικούς και τα επίπεδα συγκέντρωσης του πληθυσμού σε κάποια από τα σύγχρονα επαγγέλματα. Αξίζει να σημειωθεί πως καμία στατιστικά σημαντική σχέση δεν αναδύθηκε ανάμεσα στη συγκέντρωση του πληθυσμού στα τραπεζικά επαγγέλματα και τα ποσοστά τόσο των ισραηλιτών όσο και των μουσουλμάνων. Την ίδια στιγμή, αρνητικές και στατιστικά σημαντικές υπήρξαν οι σχέσεις ανάμεσα στα σύγχρονα επαγγέλματα και τους ορθόδοξους χριστιανούς.


4.1 Επαγγέλματα & Θρησκείες


κοντρολάρισμα για τον εργατικό πληθυσμό

4.2 Επαγγέλματα & Γλώσσα 


κοντρολάρισμα για τον εργατικό πληθυσμό 

4.3 Επαγγέλματα & Ιθαγένεια  


κοντρολάρισμα για τον εργατικό πληθυσμό