Διερευνώντας το καθεστώς μιας "πατριαρχικής αλήθειας" στην Ελλάδα του 19ου και 20ού αιώνα: Στοιχεία από τις κρατικές απογραφές (του Δρ. Τρύφωνα Λεμοντζόγλου, Πάντειο Πανεπιστήμιο - ΙΜΣ)
Η παρούσα εισήγηση αποτελεί μια σύνθεση πτυχών της εμπειρικής διερεύνησης του "έμφυλου ζητήματος" στην Ελλάδα του προηγούμενου αιώνα, όπως αυτή προκύπτει μέσα από κεφάλαια της διδακτορικής μου διατριβής, καθώς και από την μεταδιδακτορική μου έρευνα με θέμα τις γεννήσεις παιδιών εκτός γάμου στην Ελλάδα. Στο επίκεντρο αυτής της εισήγησης μπαίνουν οι κρατικές απογραφές που, όπως θα δούμε και παρακάτω, πέρα από το γεγονός ότι αναδεικνύονται ως ένα πολύτιμο εργαλείο άσκησης κοινωνικού ελέγχου στα χέρια της κυρίαρχης αστικής τάξης, φαίνεται να λειτουργούν παράλληλα και ως φορέας διαμόρφωσης (και καλύτερης εμπέδωσης) πλήθους «κανονικοτήτων», πολλές από τις οποίες αφορούν και αυτό που συχνά ονομάζεται «προσωπική ζωή».
Μιλώντας λοιπόν για τις κρατικές απογραφές, νομίζω πως έχει σημασία να αφιερώσουμε λίγο χρόνο σε μια σύντομη περιγραφή του περιβάλλοντος (και της εποχής) μέσα στο οποίο αναδύθηκε η «σύγχρονη δημογραφία», κατακτώντας σταδιακά την "αυτονομία" και την "αυτοτέλειά" της ως ένα "νέο" πεδίο αντίληψης και ερμηνείας αυτού που καλείται «κοινωνική πραγματικότητα» (χωρίς βέβαια να υποτιμούμε καθόλου τον ρόλο των "κατασκευών" και της επιβολής «κανονικοτήτων» από τους εξουσιαστές πάνω στα υποκείμενα - πτυχές αυτές της διαδικασίας συναντάμε άλλωστε και μέσα στις ίδιες τις κρατικές απογραφές). Θεωρώ πως σε γενικές γραμμές είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε την άποψη πως η αφετηρία της σύγχρονης «δημογραφίας» εντοπίζεται ιστορικά σε μια εποχή που αποκτά γερά θεμέλεια η κυριαρχία της θετικιστικής αντίληψης σχεδόν στο σύνολο του χώρου της παραγωγής και αναπαραγωγής της «γνώσης», αγκαλιάζοντας σιγά σιγά ακόμη και τις κοινωνικές επιστήμες (που για χρόνια βασίζονταν πολύ περισσότερο στη θεωρία παρά στην εμπειρία...και την επαγωγή). Δεν είναι κατά τη γνώμη μου τυχαίο, ότι περίπου την ίδια ακριβώς εποχή συναντάμε για πρώτη φορά και τον όρο «ευγονική» (αν και σε μια εντελώς διαφορετική βάση συγκριτικά πάντα με την ευγονική που γνωρίσαμε αργότερα – και μέσα στον ελλαδικό χώρο, ιδιαίτερα κατά την περίοδο του μεσοπολέμου). Όπως και να χει, παρατηρούμε μια κεντρική τάση που θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: μαθηματικοί, αστρονόμοι, βιολόγοι, μηχανικοί (ανάμεσά τους ακόμη και κληρικοί) – στις περισσότερες των περιπτώσεων άνθρωποι σαφώς επηρεασμένοι από τις αρχές του θετικισμού – εισάγουν έναν "νέο" τρόπο σκέψης, αντιμετώπισης και ερμηνείας γύρω από μια σειρά ζητήματα που αφορούν τον άνθρωπο και τη ζωή του. Το κοινό έδαφος που μοιράζονται η «δημογραφία» και η «ευγονική» (τουλάχιστον σε ότι αφορά την αφετηρία τους) γίνεται αντιληπτό και από τα παρακάτω σχήματα (ενδεικτικές αναφορές): 1. ένας «κεντρικός σχεδιαστής» – που δεν είναι άλλος από το Θεό – φροντίζει για την «φυσική» τήρηση μιας απόλυτης ισορροπίας ανάμεσα στα δύο φύλα, αναγκαίος παράγοντας για τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους (βλ. ο λεγόμενος «νόμος της θείας προέλευσης»). 2. Μαθηματικές νόρμες αποδεικνύουν κοινωνικές νομοτέλειες που δε χωρούν ανατροπές, και επομένως το ανθρώπινο είδος καλείται «εκ φύσεως» να λειτουργήσει με περισσότερη «ευελιξία» (και «προσαρμοστικότητα»), αποδεχόμενο ακόμη και μια σειρά περιορισμών που αφορούν πτυχές αυτού που σήμερα ονομάζουμε «προσωπική ζωή» (εκλαϊκευμένα: ζούμε σε έναν κόσμο με συγκεκριμένες "κορεσμένες" παραγωγικές δυνατότητες...και κατά συνέπεια δε μπορούμε να ζήσουμε όλοι και όλες το ίδιο καλά, τουλάχιστον στο βαθμό που θα θέλαμε, απολαμβάνοντας το μέγιστο επίπεδο ατομικής ελευθερίας. Εδώ είναι που μπαίνουν κατά τη γνώμη μου και πτυχές της ευγονικής ("για να ζήσουμε καλά πρέπει να ζούμε με μέτρο").
Πτυχές της καθολικής κυριαρχίας του θετικισμού στις κοινωνικές επιστήμες αναδεικνύονται και στην περίπτωση της εξέλιξης της οικονομικής σκέψης, καθώς σταδικά αυτή απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τις κοινωνικές της ρίζες (π.χ εγκαταλείπει κάθε ζήτημα που αφορά τις κοινωνικές τάξεις & συγκρούσεις, τη δικαιότερη κατανομή του πλούτου ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας, την παραγωγή με άξονα την ικανοποίηση των αναγκών του κοινωνικού συνόλου κλπ). Στο προσκήνιο έρχονται νέοι όροι, ανάμεσά τους και αυτός του «ορθολογικού καταναλωτή», διαμορφώνοτας έτσι μια σειρά από «κανονικότητες». Οποιαδήποτε συμπεριφορά αποκλείνει, λιγότερο ή περισσότερο, από τις "ορθόδοξες" νεοκλασικές παραδοχές ("αλήθειες") ότι κάθε ανθρώπινη δράση ξεκινά με μοναδικό σκοπό τη μεγιστοποίηση του προσωπικού οφέλους (ατομικού συμφέροντος)...λογίζεται ως «μη κανονική» («παράλογη» ή «μη φυσιολογική») – βλέπουμε λοιπόν μια ξεκάθαρη ταύτιση με τις λεγόμενες «αποκλίνουσες συμπεριφορές» που συναντάμε στην κοινωνιολογία.
Εδώ βλέπουμε μια εικόνα από τις πρώτες ελληνικές απογραφές που κατατάσσει μεταξύ άλλων τις αμβλώσεις στα «εγκλήματα». Όπως είναι ξεκάθαρο, η συγκεκριμένη καταγραφή πέρα από την προσπάθεια αριθμητικής αποτύπωσης ενός "κοινωνικού φαινομένου" έχει και ως στόχο τη διαμόρφωση και παγίωση συγκεκριμένων αντιδραστικών αντιλήψεων, "κανονικοποιώντας" τα έμφυλα στερότυπα και προκαταλήψεις σε ότι αφορά τον έλεγχο του γυναικείου σώματος από τα ίδια τα υποκείμενα. Ας θυμηθούμε το έργο της Φεντερίτσι: οι πρώτες περιφράξεις των πρώην κοινοτικών γαιών στην Αγγλία συνοδεύονται από την προσπάθεια επιβολής περιορισμών του ελέγχου των γυναικών πάνω στα σώματά τους. Ο κοινωνικός έλεγχος ακολουθεί τη συσσώρευση του πλούτου.
Ανάμεσα στα "εγκλήματα" συναντάμε εκτός από τις εκτρώσεις και την «παρά φύσιν ασέλγεια» (είναι η διάταξη μέσα από την οποία διώκονται οι ομοφυλόφυλοι) αλλά και τη "μοιχεία", που σύμφωνα με τα στατιστικά της δικαιοσύνης συναντάται συντριπτικά στις γυναίκες. (λίγα λόγια για το φαινόμενο των "νεκρών γάμων" στην Ελλάδα...)
Σε ένα άλλο παράδειγμα βλέπουμε το πως μπαίνουν αντιπαραθετικά οι χριστιανικοί και μη χριστιανικοί πληθυσμοί της χώρας, προκειμένου να αποτυπωθεί και αριθμητικά η σταδιακή «καθαρότητα» της πλειοψηφίας των περιοχών του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Άλλωστε στην περίπτωση της Ελλάδας, το θρήσκευμα ταυτίζεται με το γένος (σύμφωνα πάντα με το κυρίαρχο "εθνικό" αφήγημα). Εκτός από το θρήσκευμα, η «καθαρότητα» περνάει και μέσα από την επιβολή της γλώσσας (παρακάτω βλέπουμε μια τέτοια αποτύπωση...μια ακόμη «απόδειξη» πως το νέο ελληνικό κράτος "ομογενοποιείται").
Το ενδιαφέρον των κρατικών απογραφών κεντρίζουν μεταξύ άλλων και τα εκτός γάμου παιδιά, τα οποία όπως βλέπετε σ' αυτήν την εικόνα αφενός διακρίνονται από τα λεγόμενα «γνήσια» ("κανονικά") τέκνα και αφετέρου γειτνιάζουν με τα υπόλοιπα «προβληματικά» ("μη κανονικά") παιδιά, όπως είναι για τον κυρίαρχο λόγο (και πρακτική) της εποχής τα τυφλά ή τα κωφάλαλα παιδιά.
Εστιάζοντας στο φύλο (που αποτελεί επίκεντρο ενδιαφέροντος αυτής της εισήγησης), δε μπορούμε παρά να αναφερθούμε, όπως είπαμε και προηγούμενα, στην απουσία αναλυτικών στοιχείων που σχετίζονται με τη γυναικεία εργασία (τουλάχιστον στις πρώτες ελληνικές απογραφές). Η "παράλειψη" αυτή δεν αποτελεί παρά μια συνειδητή μορφή (αριθμητικής) αναπαράστασης των κυρίαρχων στερεοτυπικών πεποιθήσεων για τον ρόλο της γυναίκας τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό χώρο στις απαρχές του νέου ελληνικού κράτους (κόντρα στις τυμπανοκρουσίες πως τα πρώτα ελληνικά συντάγματα προέβλεπαν τάχα την ισότητα των φύλων). Η γυναικεία εργασία (ιδιαίτερα αυτή που λαμβάνει χώρα έξω από το σπίτι) είτε υποκρύβεται με έντεχο τρόπο είτε υποεκτιμάται και υποβαθμίζεται. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του αγροτικού χώρου, όπου μέχρι και την απογραφή του 1928 οι γυναίκες εργάτριες δεν καταγράφονταν καθόλου, και αυτό γιατί σύμφωνα με την κυρίαρχα διαμορφωμένη αντίληψη η γυναικεία συμμετοχή στην παραγωγή δεν είναι εργασία αλλά καθήκον και υποχρέωση της γυναίκας, κάτι που πηγάζει από έναν «φυσικό» καταμερισμό της εργασίας (μια ακόμη «αλήθεια» που έχει αμφισβητηθεί επιστημονικά) που θέλει τον άνδρα ενταγμένο στη μισθωτή εργασία έξω από το σπίτι ("κουβαλητή") και τη γυναίκα στην άμισθη εντός του σπιτιού ("νοικοκυρά"). Αντίθετα, στις περιπτώσεις εκείνες που βολεύει το κεντρικό αφήγημα, η γυναικεία εργασία καταγράφεται επιμελώς, όπως για παράδειγμα στην περίπτωτη των οικειακών εργατριών (υπηρετριών) ή των γυναικών δασκάλων, διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό τα νέα έμφυλα (εργασιακά) όρια και ρόλους. Τέτοια παραδείγματα βλέπουμε και στη βιομηχανία (π.χ στην κλωστουφαντουργία), όπου η γυναικεία εργασία έξω από το σπίτι μετατρέπεται σταδιακά από «ντροπή» σε μια «κοινωνική αναγκαιότητα». Ο επαναπροσδιαρισμός του όρου «γυναικεία εργασία», όπως αποτυπώνεται και στις κρατικές απογραφές στην Ελλάδα, αντικατοπτρίζει ως ένα βαθμό την εξυπηρέτηση των νέων καπιταλιστικών αναγκών που κάτω από το βάρος των συνεπειών των μεγάλων κυμάτων της μετανάστευσης των ανδρών και της υψηλότερης θνησιμότητάς τους συγκριτικά με τις γυναίκες (λόγω των πολέμων και άλλων ένοπλων συγκρούσεων) καθιστούν αναγκαία την ένταξη της γυναίκων (αλλά και των παιδιών...μάλιστα υπό το μανδύα της φιλανθρωπίας) στη λεγόμενη «αγορά εργασίας». Η προσέγγιση αυτή, που περιγράφεται εκτενώς και στο έργο της Σίλβιας Φεντερίτσι, γεννά νέα ερωτηματικά για το τι ακριβώς σηματοδοτούσε η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στη μισθωτή εργασία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα (μην ξεχνάμε άλλωστε πως η ένταξή της σ’ αυτήν έγινε με μισούς μισθούς και μισά δικαιώματα). Η ανάγκη της αγοράς για πιο «ευέλικτα» σχήματα (και σώματα) αποτυπώνεται και στην σταδιακή αποδοχή των ανύπαντρων άτεκνων γυναικών που ζούσαν μόνες τους ή ακόμη και των διαζευγμένων και χήρων, όπως και στη μείωση του κοινωνικού στίγματος που τις συνόδευε («σώματα» δηλαδή που μπορούν να αναπαράγουν την εργατική τους δύναμη με χαμηλότερο «κόστος» συγκριτικά με τα «σώματα» στα παραδοσιακά-πατριαρχικά οικογενειακά σχήματα).
Στην παρακάτω διαφάνεια βλέπουμε με έμμεσο τρόπο τις αναπροσαρμογές (επανατοποθετήσεις) του κυρίαρχου λόγου που περιγράψαμε προηγούμενα, με τις γυναίκες εργάτριες να αποτελούν σε αρκετές περιπτώσεις ένα σημαντικό ποσοστό του συνόλου των εργαζομένων, υπερτερώντας μάλιστα έναντι των ανδρών στο 5% των Δήμων της χώρας. Ωστόσο, 7 στους 10 Δήμους (η συντριπτική πλειοψηφία δηλαδή των περιοχών) δεν εμφανίζει ούτε μια γυναίκα εργάτρια (σύμφωνα πάντα με τις απογραφές).
Διερευνώντας το έμφυλο χάσμα στον εγγραμματισμό μέσα από τις ελληνικές απογραφές, θα μπορούσαμε να κάνουμε 2 κύριες παρατηρήσεις: Από τη μια πλευρά, οι γυναίκες αντιστοιχούν σε ποσοστά μικρότερα του 10% του εγγράμματου πληθυσμού στο 70% των Δήμων της χώρας κατά το έτος 1870 (δηλ. σε κάθε 10 εγγράμματα άτομα που συναντάμε μόλις 1 είναι γυναίκα). Από την άλλη πλευρά, καταγράφεται μια «ιδιομορφία» που αφορά την περίπτωση των ελληνικών νησιών. Η Ύδρα και η Μύκονος για παράδειγμα είναι οι μοναδικές περιοχές όπου οι εγγράμματες γυναίκες υπερτερούν αριθμητικά των εγγράμματων ανδρών. Ακόμη, σε έναν σημαντικό αριθμό νησιών συναντάμε αξιοσημείωτα ποσοστά γυναικείου εγγραμματισμού ως ποσοστό επί του συνόλου των εγγράμματων (της τάξεως του 20%, 30% και άνω...τουλάχιστον το 1/5 των εγγράμματων στις περιοχές αυτές είναι γυναίκες). Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πως αυτή τη διάκριση (ηπειρωτική vs. νησιωτική χώρα) τη συναντάμε ξανά και ξανά σε ένα πλήθος δεικτών που μας βοηθούν να προσεγγίσουμε άμεσα ή έμμεσα αυτό που καλούμε «γυναικεία αυτονομία, ανεξαρτησία και χειραφέτηση», όπως είναι τα διαζύγια ή οι γεννήσεις παιδιών παιδιών εκτός γάμου. Και στις περιπτώσεις αυτές, τα ελληνικά νησιά αναδεικνύονται σε ένα «ιδιόμορφο» πεδίο που φαίνεται να κλονίζει σε κάποιον βαθμό τα έμφυλα στερεότυπα που κυριαρχούν στην ηπειρωτική χώρα (και ιδιαίτερα στον χώρο που καλούμε «Νέα Ελλάδα» βλ. νέες κτήσεις).
Παρακάτω, βλέπουμε τις περιοχές στις οποίες συναντάμε τις περισσότερες διαζευγμένες γυναίκες κατά τα έτη 1907 και 1928, ανάμεσά τους τα Επτάνησα, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Σποράδες και τις Κυκλάδες (καθώς και κάποιες ηπειρωτικές περιοχές της χώρας με κοινό χαρακτηριστικό την προσβασιμότητα στη θάλασσα).
Την ίδια στιγμή, και στην περίπτωση των παιδιών που γεννιούνται εκτός γάμου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, συναντάμε εκ νέου σε πολύ υψηλότερες τιμές συγκριτικά με το μέσο όρο τα Επτάνησα και τα νησιά του Αιγαίου.
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα «τι φταίει για την ιδιομορφία των ελληνικών νησιών», για την ανάδυσή τους δηλαδή ως ένα πεδίο μεγαλύτερης ελευθερίας και αυτονομίας για τις γυναίκες συγκριτικά με την ηπειρωτική χώρα, όπως αυτό αποτυπώνεται σε μια σειρά από σχετικούς δείκτες. Σύμφωνα με την θεσμική προσέγγιση, η πλειοψηφία των ελληνικών νησιών δε βίωσε σχεδόν ποτέ ολοκληρωτικά τον Οθωμανικό ζυγό (είτε απολάμβανε ένα ειδικό καθεστώς αυτονομίας – παραχώρηση από το Σουλτάνο). Ιδιαίτερα εκείνα τα νησιά που αποτέλεσαν Βενετικές κτήσεις υιοθέτησαν την δυτικού τύπου φεουδαρχία, ακολουθώντας μετέπειτα μοτίβα κοινωνικών συμπεριφορών πιο κοντά σ’ αυτά της Δυτικής Ευρώπης.
Πέρα από την «απουσία των ανδρών», η γυναικεία εργασία φαίνεται να μπορεί να σταθεί και αυτή με τη σειρά της ως ένας καθοριστικός παράγοντας που οδήγησε στην άνοδο της γυναικείας διαζευκτικότητας (με την τελευταία να αντικατοπτρίζει την ικανότητα διεξόδου αρκετών γυναικών από γάμους κακής-χαμηλής ποιότητας – στην πλειοψηφία τους παραδοσιακούς-πατριαρχικούς – προϊόν δηλαδή πατρικής επιβολής και ελέγχου και όχι ελεύθερης επιλογής των ίδιων των γυναικών - δείκτης γυναικείας αυτονομίας). Η υπόθεση αυτή συναντάται στη σχετική βιβλιογραφία ως υπόθεση της οικονομικής ανεξαρτησίας των γυναικών. Όπως γίνεται κατανοητό από τα παραπάνω σχήματα, ο κανόνας αυτός βρίσκει εφαρμογή στις μορφές μισθωτής εργασίας των γυναικών, και ιδιαίτερα σε εκείνες που λαμβάνουν χώρα έξω από το σπίτι. Αντίθετα, η τάση αυτή δε βρίσκει εφαρμογή στον αγροτικό χώρο (εκεί δηλαδή που η γυναικεία εργασία ήταν άμισθη και διεξαγόταν στο πλαίσιο του αυστηρού ελέγχου μέσα ή γύρω από το σπίτι). Στην περίπτωση αυτή, ο παράγοντας "εργασία" από κίνητρο για τη λύση ενός αξιέξοδου γάμου μέσα από τη λήψη διαζυγίου μετατρέπεται σε περαιτέρω δέσμευση, οδηγώντας κατά συνέπεια στη συρρίκνωση των διαζυγίων (δηλαδή στην προσήλωση στα πιο παραδοσιακά-πατριαρχικά οικογενειακά σχήματα και μοντέλα). Η διάκριση αυτή μας βοηθάει να επαναπροσδιορίσουμε και τον ρόλο της γυναικείας εργασίας στο σύνολό της, καθώς όπως φαίνεται και παραπάνω δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη παράγοντα χειραφέτησης (ο χαρακτήρας της εξαρτάται από το πλαίσιο μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα).
Σε ότι αφορά τις εκτός γάμου γεννήσεις (ένα γονεϊκό σχήμα που στα πλαίσια της διεθνούς βιβλιογραφίας εντάσσεται τα τελευταία χρόνια στις λεγόμενες «εναλλακτικές-μη παραδοσιακές» μορφές οικογένειας), η ελληνική περίπτωση φαίνεται να προσφέρει και αυτή με τη σειρά της ένα πλήθος σημαντικών ευρημάτων που αμφισβητούν (πλέον και εμπειρικά) τις κυρίαρχες αντιλήψεις που συχνά παρουσιάζουν τα εκτός γάμου παιδιά ως «μελλοντικούς εγκληματίες», τις μανάδες τους ως «πουτάνες ή εύκολες», τους πατεράδες τους ως «εξαφανισμένους» κλπ.
Τέλος, ενδιαφέρον έχει και το έμφυλο χάσμα στα εγκλήματα στην περίπτωση της Ελλάδας μεταπολεμικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου