Η παρουσία των «άλλων» στην Ελλάδα του 1907:
Θρησκεία, Γλώσσα, Καταγωγή και Συμμετοχή στα Μοντέρνα Επαγγέλματα
Θα ήθελα να ξεκινήσω τη σημερινή μου παρουσίαση τονίζοντας την καθοριστική σημασία που έχει κατά τη γνώμη μου η βαθύτερη μελέτη της παρουσίας των "άλλων" (δηλαδή των "αλλόθρησκων", "αλλοδαπών" και "αλλόγλωσσων") στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα. Αν και οι πληθυσμοί αυτοί καθιστούσαν σχεδόν με αποκλειστικό τρόπο "κοινωνικές μειοψηφίες", οι δυναμικές εξέλιξης της παρουσίας τους στο χώρο (i) και τον χρόνο (t) δύναται να ρίξουν περαιτέρω φως στην αναζήτηση των αιτιών της ανισόμετρης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα την ελληνική περίπτωση (βλ. παλαιά vs. νέα ελλάδα & ηπειρωτική vs. νησιωτική χώρα).
Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το θέμα της σημερινής μου παρουσίασης βρίσκει έδαφος στο αρκετά δημοφιλές οικονομικό ντιμπέιτ “γεωγραφία vs. πολιτικές” αναφορικά με τους παράγοντες που συντελούν στην ταχύτερη οικονομική (καπιταλιστική) ανάπτυξη (και άρα στις διαφορετικές ταχύτητες ανάπτυξης που παρατηρούνται μεταξύ χωρών ή άλλων περιοχών). Ξεκινώντας από τους οπαδούς της υπόθεσης της γεωγραφίας, παράγοντες όπως είναι το κλίμα, η εγγύτητα στο νερό, η διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων και τα συστατικά του εδάφους αναφέρονται συχνά ως οι πιο κρίσιμοι για τον προσδιορισμό των μελλοντικών επιπέδων της οικονομικής ανάπτυξης. Άλλοι μελετητές παντρεύουν στο έργο τους τη “γεωγραφία” με την “ποιότητα των θεσμών”: κάπως έτσι εξηγούν τις ανισότητες που εντοπίζονται στην αμερικανική ήπειρο (η ιδιαίτερη “γεωγραφία” της λατινικής αμερικής - βλ. καλλιέργειες που απαιτούσαν εκτεταμένη εργασία - έστρωσε το δρόμο για την υιοθέτηση του θεσμού της δουλείας και άρα για την μελλοντική ένταση των οικονομικών ανισοτήτων. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της "γεωγραφίας" του αμερικανικού βορρά ανταποκρίθηκε καλύτερα η μικρή, οικογενειακού τύπου, φάρμα, και άρα η υιοθέτηση “καλής ποιότητας” - βλ. πιο "δημοκρατικών" - θεσμών). Για ένα τρίτο γκουπ μελετητών το “παράδοξο” της μεγαλύτερης οικονομικής ανάπτυξης των κατά τα άλλα πολύ φτωχότερων σε φυσικούς πόρους χωρών ή περιοχών περιοχών (και αντίθετα η οικονομική στασιμότητα των κατά τα άλλα πλουσιότερων) δύναται να εξηγηθεί μόνο κάτω από το πρίσμα της υιοθέτησης και ανάπτυξης πολιτικών διαφορετικής ποιότητας (βλ. "καλές" και "κακές" πολιτικές).

Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκω να επανεντάξω την εμπειρική εξέταση της γνωστής σε όλες/ους μας, αν και μάλλον ξεχασμένης (και κάπως αδικημένης), υπόθεσης του Βέμπερ για τη σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική ανάπτυξη και την προτεσταντική ηθική. Όσες επιφυλάξεις και αν υπάρχουν, ιδιαίτερα ανάμεσα στους φιλομαρξιστικούς κύκλους, σχετικά με την εγκυρότητα της κατεύθυνσης της αιτιακής σχέσης που περιγράφεται στο βεμπεριανό μοντέλο, η σκέψη του Βέμπερ δεν αναιρεί, κατά τη γνώμη μου, την ουσία του μαρξικού σχήματος, που εστιάζει στη μελέτη των σχέσεων μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος. Τι το ιδιαίτερο όμως βλέπει ο Βέμπερ στην προτεσταντική ηθική;
Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά καθώς περιγράφουν την (κατά Βέμπερ):
1) Θετική συσχέτιση ανάμεσα στην παρουσία των προτεσταντών και τη συμμετοχή του πληθυσμού στο εμπόριο και τη βιομηχανία (τους βασικούς πυλώνες δηλαδή της σύγχρονης - βλ. καπιταλιστικής - οικονομικής ανάπτυξης)
2) Τη διάχυση μιας νέας κουλτούρας αποποινικοποίησης της συγκέντρωσης του πλούτου (και μάλιστα ως αποτέλεσμα μιας ηθικής που είχε στοιχεία θεϊκής κλήσης).
Στη διαμόρφωση αυτής της νέας συνθήκης ανιχνεύει ο Βέμπερ τον καθοριστικό ρόλο της εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης.
Στην εμπειρική βιβλιογραφία συναντάμε πλούσιες ενδείξεις τόσο απόρριψης όσο και αποδοχής της υπόθεσης του Βέμπερ. Έτσι, μια σειρά από έρευνες αποτυγχάνουν να βρουν στατιστικά σημαντικές σχέσεις ανάμεσα στους προτεστάντες και τα επίπεδα της οικονομικής ανάπτυξης. Κάποιες από αυτές τονίζουν τη σημασία της αστικοποίησης, του εκμοντερνισμού, αλλά και των εθνοτικών διαφορών.
Άλλες μελέτες πάλι προσφέρουν ενδείξεις που είναι σε θέση να υποστηρίξουν στατιστικά την εγκυρότητα του σχήματος ανάλυσης που περιγράφει ο Βέμπερ: έτσι, οι προτεστάντες φέρονται να σχετίζονται θετικά με τα ποσοστά των επιχειρηματιών, με τις περισσότερες ώρες εργασίας, με τα υψηλότερα κέρδη, με την μεγαλύτερη συμμετοχή του πληθυσμού στην εκπαίδευση, καθώς και με την υψηλότερη συμμετοχή στην εργασία.
Η δική μας απόπειρα περιγράφεται στις διαφάνειες που ακολουθούν:
Εξετάζουμε για πρώτη φορά στη σχετική βιβλιογραφία την εγκυρότητα της υπόθεσης του Βέμπερ για την ελληνική περίπτωση στις αρχές του εικοστού αιώνα, και πιο συγκεκριμένα κατά το έτος 1907.
Τα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού πληθυσμού στις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες αποτελούν την εξαρτημένη μεταβλητή (Ψ) των υποδειγμάτων μας. Ως βασική ανεξάρτητη μεταβλητή (Χ) χρησιμοποιούμε τα επίπεδα παρουσίας των προτεσταντών. Εναλλακτικά, για τον προσδιορισμό της συμμετοχής του πληθυσμού στα επαγγέλματα χρησιμοποιούνται και άλλοι παράγοντες, όπως η παρουσία των καθολικών, των ισραηλιτών, των μουσουλμάνων και των ορθόδοξων χριστιανών. Ακόμη, εξετάζονται οι πιθανές επιδράσεις της γλώσσας, καθώς και της καταγωγής (βλ. ιθαγένεια). Οι επεξεργασίες μας αφορούν τόσο τους 26 νομούς όσο και τις 69 επαρχίες της χώρας.
Όλα τα δεδομένα μας αντλήθηκαν από την απογραφή του πληθυσμού κατά το έτος 1907. Οι παρακάτω διαφάνειες είναι ενδεικτικές του τρόπου καταγραφής της "θρησκείας", της "γλώσσας", της "καταγωγής", καθώς και των "επαγγελμάτων" στην απογραφή του πληθυσμού του 1907:
Ας περάσουμε όμως στα πρώτα ευρήματά μας: Αριστερά, βλέπουμε το επίπεδο των 26 νομών της χώρας και δεξιά κάποιες από τις 66 επαρχίες της. Κέρκυρα, Αττική, Αχαΐα και Κυκλάδες είναι μερικές από τις περιοχές στις οποίες συναντώνται τα υψηλότερα ποσοστά παρουσίας των προτεσταντών. Μόνο στην Αττική ήταν συγκεντρωμένοι περίπου οι μισοί από τους προτεστάντες της χώρας. Στις περιοχές της Θεσσαλίας συναντάμε κάποια σημαντικά ποσοστά παρουσίας μουσουλμάνων και ισραηλιτών, ενώ οι κυκλάδες συγκροτούν τον σημαντικότερο πόλο συγκέντρωσης των καθολικών.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η εικόνα που προκύπτει όταν αφαιρούμε από το κάδρο την κυρίαρχη θρησκεία (βλ. χριστιανοί ορθόδοξοι). Όπως βλέπουμε στην διαφάνεια που ακολουθεί, είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε αρκετά πεδία συνύπαρξης τουλάχιστον 2 πληθυσμιακά "μειοψηφούντων" θρησκειών. Είναι επίσης ορατές οι τάσεις συνύπαρξης των χριστιανικών θρησκειών (βλ. καθολικοί και προτεστάντες) και των μη χριστιανικών (βλ. εβραίοι και μουσουλμάνοι) στα νότια και τα βόρεια της χώρας, αντίστοιχα.
Στα νοτιοανατολικά της χώρας εντοπίζεται το κέντρο βάρους, στο επαρχιακό επίπεδο ανάλυσης, τόσο της παρουσίας των προτεσταντών όσο και των καθολικών.
Αντίθετα, για τους ισραηλίτες και τους μουσουλμάνους τα κέντρα βαρύτητας της παρουσίας τους εντοπίζονται κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας.
Σε Κέρκυρα, Αττική, Κυκλάδες και Αχαΐα συναντάμε και τα υψηλότερα ποσοστά των κατοίκων που μιλούσαν γλώσσες “δυτικού τύπου”, καθώς και τα υψηλότερα επίπεδα κατοίκων με "δυτικού τύπου" ιθαγένεια.
Ακολουθούν κάποια γραφήματα που αποτυπώνουν τα επίπεδα συμμετοχής του πληθυσμού στις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες (Αττική, Κυκλάδες, Αχαΐα και Κέρκυρα είναι μεταξύ των περιοχών με τα υψηλότερα επίπεδα συμμετοχής στα λεγόμενα "μοντέρνα" επαγγέλματα):
Στις διαφάνειες που ακολουθούν φαίνονται τα διαγράμματα διασποράς που συνδέουν θετικά τα επίπεδα παρουσίας των προτεσταντών με τη συμμετοχή του πληθυσμού στα τραπεζικά επαγγέλματα:
Ακολουθούν τα γραφήματα που παρουσιάζουν τις συσχετίσεις ανάμεσα στη συμμετοχή του πληθυσμού στα διάφορα επαγγέλματα και τη θρησκεία, τη γλώσσα και την καταγωγή, αντίστοιχα:
Ανάμεσα στους προτεστάντες και τη συμμετοχή του πληθυσμού στα τραπεζικά επαγγέλματα και το εμπόριο εντοπίζονται θετικές και στατιστικά σημαντικές σχέσεις.
Κάποιες θετικές και στατιστικά σημαντικές σχέσεις εντοπίζονται ανάμεσα στη συμμετοχή του πληθυσμού στα λεγόμενα "μοντέρνα" επαγγέλματα και τις "δυτικού τύπου" γλώσσες.
Αρκετά έντονα θετικές και στατιστικά σημαντικές υπήρξαν οι σχέσεις ανάμεσα στη συμμετοχή του πληθυσμού στα καπιταλιστικά επαγγέλματα (βλ. τραπεζικά και εμπόριο) και την ιθαγένεια προτεσταντικών χωρών.
Οι παραπάνω ενδείξεις επιβεβαιώνονται σε μεγάλο βαθμό ακόμη και όταν περνάμε στο επαρχιακό επίπεδο ανάλυσης:
***