Τρίτη 10 Ιουνίου 2025

Η παρουσία των «άλλων» στην Ελλάδα του 1907: Θρησκεία, Γλώσσα, Καταγωγή και Συμμετοχή στα Μοντέρνα Επαγγέλματα

 

Η παρουσία των «άλλων» στην Ελλάδα του 1907: 


Θρησκεία, Γλώσσα, Καταγωγή και Συμμετοχή στα Μοντέρνα Επαγγέλματα

 

Θα ήθελα να ξεκινήσω τη σημερινή μου παρουσίαση τονίζοντας την καθοριστική σημασία που έχει κατά τη γνώμη μου η βαθύτερη μελέτη της παρουσίας των "άλλων" (δηλαδή των "αλλόθρησκων", "αλλοδαπών" και "αλλόγλωσσων") στην Ελλάδα των αρχών του εικοστού αιώνα. Αν και οι πληθυσμοί αυτοί καθιστούσαν σχεδόν με αποκλειστικό τρόπο "κοινωνικές μειοψηφίες", οι δυναμικές εξέλιξης της παρουσίας τους στο χώρο (i) και τον χρόνο (t) δύναται να ρίξουν περαιτέρω φως στην αναζήτηση των αιτιών της ανισόμετρης οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα την ελληνική περίπτωση (βλ. παλαιά vs. νέα ελλάδα & ηπειρωτική vs. νησιωτική χώρα).

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, το θέμα της σημερινής μου παρουσίασης βρίσκει έδαφος στο αρκετά δημοφιλές οικονομικό ντιμπέιτ “γεωγραφία vs. πολιτικές” αναφορικά με τους παράγοντες που συντελούν στην ταχύτερη οικονομική (καπιταλιστική) ανάπτυξη (και άρα στις διαφορετικές ταχύτητες ανάπτυξης που παρατηρούνται μεταξύ χωρών ή άλλων περιοχών). Ξεκινώντας από τους οπαδούς της υπόθεσης της γεωγραφίας, παράγοντες όπως είναι το κλίμα, η εγγύτητα στο νερό, η διαθεσιμότητα των φυσικών πόρων και τα συστατικά του εδάφους αναφέρονται συχνά ως οι πιο κρίσιμοι για τον προσδιορισμό των μελλοντικών επιπέδων της οικονομικής ανάπτυξης. Άλλοι μελετητές παντρεύουν στο έργο τους τη “γεωγραφία” με την “ποιότητα των θεσμών”: κάπως έτσι εξηγούν τις ανισότητες που εντοπίζονται στην αμερικανική ήπειρο (η ιδιαίτερη “γεωγραφία” της λατινικής αμερικής - βλ. καλλιέργειες που απαιτούσαν εκτεταμένη εργασία - έστρωσε το δρόμο για την υιοθέτηση του θεσμού της δουλείας και άρα για την μελλοντική ένταση των οικονομικών ανισοτήτων. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της "γεωγραφίας" του αμερικανικού βορρά ανταποκρίθηκε καλύτερα η μικρή, οικογενειακού τύπου, φάρμα, και άρα η υιοθέτηση “καλής ποιότητας” - βλ. πιο "δημοκρατικών" - θεσμών). Για ένα τρίτο γκουπ μελετητών το “παράδοξο” της μεγαλύτερης οικονομικής ανάπτυξης των κατά τα άλλα πολύ φτωχότερων σε φυσικούς πόρους χωρών ή περιοχών περιοχών (και αντίθετα η οικονομική στασιμότητα των κατά τα άλλα πλουσιότερων) δύναται να εξηγηθεί μόνο κάτω από το πρίσμα της υιοθέτησης και ανάπτυξης πολιτικών διαφορετικής ποιότητας (βλ. "καλές" και "κακές" πολιτικές).    

Στο πλαίσιο αυτό, επιδιώκω να επανεντάξω την εμπειρική εξέταση της γνωστής σε όλες/ους μας, αν και μάλλον ξεχασμένης (και κάπως αδικημένης), υπόθεσης του Βέμπερ για τη σχέση ανάμεσα στην καπιταλιστική ανάπτυξη και την προτεσταντική ηθική. Όσες επιφυλάξεις και αν υπάρχουν, ιδιαίτερα ανάμεσα στους φιλομαρξιστικούς κύκλους, σχετικά με την εγκυρότητα της κατεύθυνσης της αιτιακής σχέσης που περιγράφεται στο βεμπεριανό μοντέλο, η σκέψη του Βέμπερ δεν αναιρεί, κατά τη γνώμη μου, την ουσία του μαρξικού σχήματος, που εστιάζει στη μελέτη των σχέσεων μεταξύ βάσης και εποικοδομήματος. Τι το ιδιαίτερο όμως βλέπει ο Βέμπερ στην προτεσταντική ηθική;


Τα παραπάνω αποσπάσματα είναι ενδεικτικά καθώς περιγράφουν την (κατά Βέμπερ):

1) Θετική συσχέτιση ανάμεσα στην παρουσία των προτεσταντών και τη συμμετοχή του πληθυσμού στο εμπόριο και τη βιομηχανία (τους βασικούς πυλώνες δηλαδή της σύγχρονης - βλ. καπιταλιστικής - οικονομικής ανάπτυξης)

2) Τη διάχυση μιας νέας κουλτούρας αποποινικοποίησης της συγκέντρωσης του πλούτου (και μάλιστα ως αποτέλεσμα μιας ηθικής που είχε στοιχεία θεϊκής κλήσης).

Στη διαμόρφωση αυτής της νέας συνθήκης ανιχνεύει ο Βέμπερ τον καθοριστικό ρόλο της εκκλησιαστικής Μεταρρύθμισης. 

Στην εμπειρική βιβλιογραφία συναντάμε πλούσιες ενδείξεις τόσο απόρριψης όσο και αποδοχής της υπόθεσης του Βέμπερ. Έτσι, μια σειρά από έρευνες αποτυγχάνουν να βρουν στατιστικά σημαντικές σχέσεις ανάμεσα στους προτεστάντες και τα επίπεδα της οικονομικής ανάπτυξης. Κάποιες από αυτές τονίζουν τη σημασία της αστικοποίησης, του εκμοντερνισμού, αλλά και των εθνοτικών διαφορών. 


Άλλες μελέτες πάλι προσφέρουν ενδείξεις που είναι σε θέση να υποστηρίξουν στατιστικά την εγκυρότητα του σχήματος ανάλυσης που περιγράφει ο Βέμπερ: έτσι, οι προτεστάντες φέρονται να σχετίζονται θετικά με τα ποσοστά των επιχειρηματιών, με τις περισσότερες ώρες εργασίας, με τα υψηλότερα κέρδη, με την μεγαλύτερη συμμετοχή του πληθυσμού στην εκπαίδευση, καθώς και με την υψηλότερη συμμετοχή στην εργασία


Η δική μας απόπειρα περιγράφεται στις διαφάνειες που ακολουθούν: 

Εξετάζουμε για πρώτη φορά στη σχετική βιβλιογραφία την εγκυρότητα της υπόθεσης του Βέμπερ για την ελληνική περίπτωση στις αρχές του εικοστού αιώνα, και πιο συγκεκριμένα κατά το έτος 1907.
Τα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού πληθυσμού στις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες αποτελούν την εξαρτημένη μεταβλητή (Ψ) των υποδειγμάτων μας. Ως βασική ανεξάρτητη μεταβλητή (Χ) χρησιμοποιούμε τα επίπεδα παρουσίας των προτεσταντών. Εναλλακτικά, για τον προσδιορισμό της συμμετοχής του πληθυσμού στα επαγγέλματα χρησιμοποιούνται και άλλοι παράγοντες, όπως η παρουσία των καθολικών, των ισραηλιτών, των μουσουλμάνων και των ορθόδοξων χριστιανών. Ακόμη, εξετάζονται οι πιθανές επιδράσεις της γλώσσας, καθώς και της καταγωγής (βλ. ιθαγένεια). Οι επεξεργασίες μας αφορούν τόσο τους 26 νομούς όσο και τις 69 επαρχίες της χώρας.

Όλα τα δεδομένα μας αντλήθηκαν από την απογραφή του πληθυσμού κατά το έτος 1907. Οι παρακάτω διαφάνειες είναι ενδεικτικές του τρόπου καταγραφής της "θρησκείας", της "γλώσσας", της "καταγωγής", καθώς και των "επαγγελμάτων" στην απογραφή του πληθυσμού του 1907:




Ας περάσουμε όμως στα πρώτα ευρήματά μας: Αριστερά, βλέπουμε το επίπεδο των 26 νομών της χώρας και δεξιά κάποιες από τις 66 επαρχίες της. Κέρκυρα, Αττική, Αχαΐα και Κυκλάδες είναι μερικές από τις περιοχές στις οποίες συναντώνται τα υψηλότερα ποσοστά παρουσίας των προτεσταντών. Μόνο στην Αττική ήταν συγκεντρωμένοι περίπου οι μισοί από τους προτεστάντες της χώρας. Στις περιοχές της Θεσσαλίας συναντάμε κάποια σημαντικά ποσοστά παρουσίας μουσουλμάνων και ισραηλιτών, ενώ οι κυκλάδες συγκροτούν τον σημαντικότερο πόλο συγκέντρωσης των καθολικών.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει και η εικόνα που προκύπτει όταν αφαιρούμε από το κάδρο την κυρίαρχη θρησκεία (βλ. χριστιανοί ορθόδοξοι). Όπως βλέπουμε στην διαφάνεια που ακολουθεί, είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε αρκετά πεδία συνύπαρξης τουλάχιστον 2 πληθυσμιακά "μειοψηφούντων" θρησκειών. Είναι επίσης ορατές οι τάσεις συνύπαρξης των χριστιανικών θρησκειών (βλ. καθολικοί και προτεστάντες) και των μη χριστιανικών (βλ. εβραίοι και μουσουλμάνοι) στα νότια και τα βόρεια της χώρας, αντίστοιχα.
Στα νοτιοανατολικά της χώρας εντοπίζεται το κέντρο βάρους, στο επαρχιακό επίπεδο ανάλυσης, τόσο της παρουσίας των προτεσταντών όσο και των καθολικών.

Αντίθετα, για τους ισραηλίτες και τους μουσουλμάνους τα κέντρα βαρύτητας της παρουσίας τους εντοπίζονται κοντά στα βόρεια σύνορα της χώρας.

Σε Κέρκυρα, Αττική, Κυκλάδες και Αχαΐα συναντάμε και τα υψηλότερα ποσοστά των κατοίκων που μιλούσαν γλώσσες “δυτικού τύπου”, καθώς και τα υψηλότερα επίπεδα κατοίκων με "δυτικού τύπου" ιθαγένεια.    
Ακολουθούν κάποια γραφήματα που αποτυπώνουν τα επίπεδα συμμετοχής του πληθυσμού στις διάφορες επαγγελματικές κατηγορίες (Αττική, Κυκλάδες, Αχαΐα και Κέρκυρα είναι μεταξύ των περιοχών με τα υψηλότερα επίπεδα συμμετοχής στα λεγόμενα "μοντέρνα" επαγγέλματα): 


Στις διαφάνειες που ακολουθούν φαίνονται τα διαγράμματα διασποράς που συνδέουν θετικά τα επίπεδα παρουσίας των προτεσταντών με τη συμμετοχή του πληθυσμού στα τραπεζικά επαγγέλματα: 
 




Ακολουθούν τα γραφήματα που παρουσιάζουν τις συσχετίσεις ανάμεσα στη συμμετοχή του πληθυσμού στα διάφορα επαγγέλματα και τη θρησκεία, τη γλώσσα και την καταγωγή, αντίστοιχα:
 

Ανάμεσα στους προτεστάντες και τη συμμετοχή του πληθυσμού στα τραπεζικά επαγγέλματα και το εμπόριο εντοπίζονται θετικές και στατιστικά σημαντικές σχέσεις. 


Κάποιες θετικές και στατιστικά σημαντικές σχέσεις εντοπίζονται ανάμεσα στη συμμετοχή του πληθυσμού στα λεγόμενα "μοντέρνα" επαγγέλματα και τις "δυτικού τύπου" γλώσσες. 

Αρκετά έντονα θετικές και στατιστικά σημαντικές υπήρξαν οι σχέσεις ανάμεσα στη συμμετοχή του πληθυσμού στα καπιταλιστικά επαγγέλματα (βλ. τραπεζικά και εμπόριο) και την ιθαγένεια προτεσταντικών χωρών.

Οι παραπάνω ενδείξεις επιβεβαιώνονται σε μεγάλο βαθμό ακόμη και όταν περνάμε στο επαρχιακό επίπεδο ανάλυσης:




 
***

Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Το τέλος της αγίας (καπιταλιστικής) οικογένειας: Η άρνηση μιας πραγματικότητας ενός αιώνα (του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου)

Το τέλος της αγίας (καπιταλιστικής) οικογένειας: Η άρνηση μιας πραγματικότητας ενός αιώνα 


του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου 


Εδώ και αρκετά χρόνια επανέρχεται στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος η κουβέντα για την προστασία του θεσμού της οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό, οι αστικές κυβερνήσεις, εκκλησιαστικοί κύκλοι και ακροδεξιά στοιχεία εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της διαφύλαξης της τάχα απειλούμενης παραδοσιακής-αστικής-πυρηνικής οικογένειας, η οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπήρξε ιστορικά ένας από τους καθοριστικούς πυλώνες της εμπέδωσης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης καπιταλιστικής ιδεολογίας. Τη μπανανόφλουδα του υποκριτικού ενδιαφέροντος των εκπροσώπων της καπιταλιστικής βαρβαρότητας φαίνεται να πατά ακόμη και ο προοδευτικός-ριζοσπαστικός χώρος, αγνοώντας την πλούσια ιστορική πείρα που αποδεικνύει πως το αντιδραστικό, από τη φύση του, αστικό κράτος δε μπορεί παρά να εγγυηθεί την καταπάτηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του λαού, τόσο των συλλογικών όσο και των ατομικών.    


Μιλώντας όμως για την οικογένεια, ας επιχειρήσουμε να την κατανοήσουμε εντός του πλαισίου που έχει διαμορφώσει η ίδια η ιστορική της εξέλιξη, δίχως δηλαδή να αγνοούμε τη μορφή και το περιεχόμενο των τεκτονικών αλλαγών που έλαβαν χώρα σε κάθε πτυχή της οικογενειακής ζωής, κυρίως μετά την επικράτηση των σύγχρονων καπιταλιστικών παραγωγικών-οικονομικών σχέσεων. Μελετώντας τις σχετικές με τη θεματική θεωρητικές επεξεργασίες των Μαρξ, Ένγκελς, Κολλοντάι κ.α, γίνεται ξεκάθαρο πως η λεγόμενη παραδοσιακή-αστική οικογένεια δεν είναι ούτε η αρχή αλλά ούτε και το τέλος του θεσμού της οικογένειας. Με πιο απλά λόγια, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν και στο μέλλον μορφές οικογενειακής ζωής που δομούνται μακριά από τα πρότυπα λειτουργίας της κυρίαρχης αστικής ηθικής και πρακτικής, έτσι όπως αυτά εκφράστηκαν μέσα από την ανάδυση και τελικά επικράτηση της αστικής οικογένειας. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως στο έργο των θεωρητικών γίνεται σαφής τόσο ο αντιδραστικός χαρακτήρας του αστικού-πατριαρχικού γάμου όσο και οι συνθήκες εντός των οποίων αναδύθηκε αυτός: παράλληλα δηλαδή με την άνοδο της ατομικής ιδιοκτησίας και τη συγκρότηση της πρώτης στην ιστορία ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το έργο των Ένγκελς και Κολλοντάι, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την περιγραφή ενός νέου δρόμου διαλεκτικής εξέλιξης των σχέσεων και μορφών οικογενειακής ζωής, η ανάπτυξη των οποίων θα σημάνει, σύμφωνα πάντοτε με τους ίδιους, το οριστικό τέλος της λεγόμενης παραδοσιακής-αστικής (καπιταλιστικής) οικογένειας.    

 

Ποιά είναι όμως η αντικειμενική (μετρήσιμη) πραγματικότητα που συχνά αποκρύβουν ή και αρνούνται οι θιασώτες της συντήρησης του παραδοσιακού τύπου της οικογένειας (βλ. αστική οικογένεια); Πλήθος μελετητών έχει αναδείξει το γεγονός πως η επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, συνοδευόμενη από την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση, συνετέλεσε στη συρρίκνωση της παραδοσιακής οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό συναντάμε: τους ολοένα και λιγότερους (και σε μεγαλύτερη ηλικία) γάμους, τα ολοένα και περισσότερα διαζύγια (ιδιαίτερα για τις γυναίκες), καθώς και την ανάδυση νέων (ή εναλλακτικών) μορφών συμβίωσης, γονεϊκότητας και τεκνοποίησης (βλ. ελεύθερη συμβίωση, μονογονεϊκότητα, εθελοντική ατεκνία, οικογένειες σε ανασύνθεση, εκτός γάμου τεκνοποίηση, κλπ). 


Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται ιστορικά και για την περίπτωση της Ελλάδας: Κατά την περίοδο 1907-1920, οι διαζευγμένες γυναίκες στην Ελλάδα σημείωσαν μια συνταρακτική αύξηση του ποσοστού τους κατά περίπου 130%, ενώ την ίδια στιγμή οι έγγαμες γυναίκες σε ηλικία κάτω των 20 ετών γνώρισαν μια ποσοστιαία πτώση της τάξεως του 68%. Λίγο αργότερα, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, οι εκτός γάμου γεννήσεις στην Ελλάδα αυξήθηκαν ποσοστιαία κατά περίπου 23%, και μάλιστα σε συνθήκες πτώσης τόσο της συνολικής γεννητικότητας όσο και της γαμηλιότητας κατά περίπου 12% και 26%, αντίστοιχα. Παράλληλα, οι έγγαμες γυναίκες σε ηλικία κάτω των 20 ετών στην Ελλάδα του μεσοπολέμου μειώθηκαν εκ νέου κατά περίπου 20%. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως αυτή η μετρήσιμη συρρίκνωση της παραδοσιακής οικογένειας στην Ελλάδα, που λαμβάνει όπως είδαμε χώρα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, συνοδεύτηκε από την εκρηκτική αύξηση των ποσοστών της μισθωτής εργασίας των γυναικών. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε την εγκυρότητα της υπόθεσης της γυναικείας οικονομικής ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία η είσοδος των γυναικών στη μισθωτή εργασία οδήγησε στη σταδιακή χειραφέτησή τους, και άρα στην αποδέσμευσή τους από τα δεσμά του αστικού γάμου. 


Όπως ήταν φυσικό, τόσο οι διαζευγμένες γυναίκες όσο και η κοινωνική πραγματικότητα των εκτός γάμου γεννήσεων στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα κέρδισαν από την πρώτη στιγμή τα βέλη της χυδαίας αστικής κριτικής. Ακολούθησε μια οργανωμένη απόπειρα πειθάρχησης στα πλαίσια του κοινωνικού ελέγχου που άσκησε το αστικό κράτος πάνω στον πληθυσμό, και ιδιαίτερα στα κατώτερα στρώματα, με κύριο στόχο την “ανηθικότητα” που απειλούσε την κοινωνική συνοχή. Είναι ενδεικτικό πως τα “Αστυνομικά Χρονικά”, το επίσημο περιοδικό της περιβόητης Αστυνομίας Πόλεων, αφιέρωσε κατά τη μεταπολεμική περίοδο πλήθος άρθρων για τη στοχοποίηση των ανθρώπων που έφερναν στον κόσμο παιδιά εκτός γάμου, συχνά ταυτίζοντάς τους με κοινούς εγκληματίες. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που οι μανάδες αυτών των παιδιών στολίστηκαν δεόντως από τον αστικό λόγο ως “βουλγάρες”, “πουτάνες”, “άρρωστες” κλπ, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις το αστικό κράτος προχώρησε μέχρι και σε αρπαγές των παιδιών τους, καθώς αυτές θεωρήθηκαν “ανίκανες” για να τα μεγαλώσουν.


Σήμερα, το ποσοστό των γεννήσεων που λαμβάνουν χώρα εκτός γάμου στην Ελλάδα έχει σχεδόν δεκαπλασιαστεί συγκριτικά με τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 1960. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2015, τα ζευγάρια στην Ελλάδα που ζουν χωρίς να έχουν καθόλου παιδιά, τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά και η μονογονεϊκότητα (βλ. μη παραδοσιακές μορφές οικογενειακής ζωής) αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% του συνόλου των οικογενειών της χώρας, με την παραδοσιακή οικογένεια (βλ. ζευγάρια με παιδιά) να αντιπροσωπεύει μόλις το 27% του συνόλου των οικογενειών. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα εμπειρικά ευρήματα σύμφωνα με τα οποία όλες οι μη παραδοσιακές (βλ. εναλλακτικές) μορφές συμβίωσης και γονεϊκότητας συνδέονται θετικά με τη συνολική γονιμότητα, εν αντιθέσει με την παραδοσιακή οικογένεια που σχετίζεται αρνητικά με την αύξηση των γεννήσεων. Φαίνεται λοιπόν, και από αυτά τα στοιχεία, η τάση των ανθρώπων να επιλέγουν ολοένα και περισσότερο τη συγκρότηση οικογένειας εκτός γάμου (και εκτός του πλαισίου που θέτει η κυρίαρχη αστική ηθική), ιδιαίτερα σε συνθήκες άμβλυνσης των έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων.


Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2023

Η διάρθρωση των γεωργικών καλλιεργειών στον ελληνικό αγροτικό χώρο κατά την μεταπολεμική περίοδο: Ο ρόλος της διαθεσιμότητας των νέων τεχνολογιών και της απουσίας εργατικών χεριών

Η διάρθρωση των γεωργικών καλλιεργειών στον ελληνικό αγροτικό χώρο κατά την μεταπολεμική περίοδο: Ο ρόλος της διαθεσιμότητας των νέων τεχνολογιών και της απουσίας εργατικών χεριών

του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου 

- Αρδευτικές & ξηρικές ντομάτες: "στροφή προς το βορρά"...
 
αρδευτικές ντομάτες σε χιλ. τόνους, 1965

1965: Η Ηλεία καταγράφει τα υψηλότερα επίπεδα παραγωγής αρδευτικής ντομάτας με περίπου 52 χιλιάδες τόνους (το 12% της ετήσιας συνολικής παραγωγής). Στη δεύτερη θέση ακολουθεί η Θεσσαλονίκη με περίπου 39 χιλιάδες τόνους (το 9% της ετήσιας συνολικής παραγωγής), ενώ σημαντική παρουσία αρδευτικής ντομάτας εντοπίζεται και στην Εύβοια, τα Δωδεκάνησα, το Άργος, τη Λακωνία και τη Μεσσηνία. Αξίζει να σημειωθεί πως στα νότια και δυτικά άκρα της Πελοποννήσου (βλ. Μεσσηνία, Λακωνία και Ηλεία) συγκεντρώνεται περίπου το 22% της ετήσιας συνολικής παραγωγής, ενώ ένα 20% της συνολικής παραγωγής εντοπίζεται στην κεντρική και ανατολική Μακεδονία

αρδευτικές ντομάτες σε χιλ. τόνους, 1970

1970: Η Ηλεία παραμένει στην πρώτη θέση με περίπου 188 χιλιάδες τόνους παραγωγής αρδευτικής ντομάτας (αύξηση κατά 262% σε σχέση με την παραγωγή του 1965). Στη δεύτερη θέση σημειώνεται μια ανατροπή, με τη Βοιωτία να ρίχνει πλέον στην τρίτη θέση τη Θεσσαλονίκη, σημειώνοντας μια αύξηση της παραγωγής της για την αρδευτική ντομάτα κατά περίπου 788%. Μονάχα σε Ηλεία και Βοιωτία συγκεντρώνεται πλέον περίπου το 35% της συνολικής παραγωγής αρδευτικής ντομάτας. 

αρδευτικές ντομάτες σε χιλ. τόνους, 1975

1975: Η Ηλεία συνεχίζει να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στην παραγωγή της αρδευτικής ντομάτας, σημειώνοντας μάλιστα νέα αύξηση κατά περίπου 32% κατά το διάστημα 1970-1975. Αυτή τη φορά, οι Σέρρες και η Πέλλα αναρριχώνται στη δεύτερη και την τρίτη θέση, αντίστοιχα, σημειώνοντας αυξήσεις της παραγωγής αρδευτικής ντομάτας κατά περίπου 450% και 947%, αντίστοιχα. Σε αρκετά υψηλά επίπεδα παραγωγής παραμένουν τόσο η Θεσσαλονίκη όσο και η Βοιωτία. Αυτές οι 5 περιοχές της Ελλάδας συγκεντρώνουν περίπου το μισό της ετήσιας συνολικής παραγωγής. 

αρδευτικές ντομάτες σε χιλ. τόνους, 1980

1980: Σημειώνεται ανατροπή στην κορυφή: Οι Σέρρες εκτοπίζουν πλέον την Ηλεία από την πρώτη θέση. Οι 5 πρώτες περιοχές στην κατάταξη (βλ. Ηλεία, Βοιωτία, Θεσσαλονίκη, Σέρρες και Πέλλα) συγκεντρώνουν περίπου το 50% της συνολικής παραγωγή αρδευτικής ντομάτας.
       
ξηρικές ντομάτες σε τόνους, 1965

1965: Τα υψηλότερα επίπεδα παραγωγής ξηρικής ντομάτας σε Κυκλάδες, Ηλεία και Θεσσαλονίκη. 

ξηρικές ντομάτες σε τόνους, 1970

1970: Ανάδειξη νέων πόλων: Η Φθιώτιδα και οι Σέρρες!!!

ξηρικές ντομάτες σε τόνους, 1975

1975: Νέος πόλος: Ο ρόλος της Ημαθίας!!! 

ξηρικές ντομάτες σε τόνους, 1980

1980: Στροφή από το νότο...στα κεντρικά και τα βόρεια της χώρας!!!

- Πορτοκάλια: σταθερά στο χρόνο πεδία συγκέντρωσης...

1965 
1970
1975
1980