Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024

Το τέλος της αγίας (καπιταλιστικής) οικογένειας: Η άρνηση μιας πραγματικότητας ενός αιώνα (του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου)

Το τέλος της αγίας (καπιταλιστικής) οικογένειας: Η άρνηση μιας πραγματικότητας ενός αιώνα 


του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου 


Εδώ και αρκετά χρόνια επανέρχεται στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος η κουβέντα για την προστασία του θεσμού της οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό, οι αστικές κυβερνήσεις, εκκλησιαστικοί κύκλοι και ακροδεξιά στοιχεία εμφανίζονται ως υπέρμαχοι της διαφύλαξης της τάχα απειλούμενης παραδοσιακής-αστικής-πυρηνικής οικογένειας, η οποία δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπήρξε ιστορικά ένας από τους καθοριστικούς πυλώνες της εμπέδωσης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης καπιταλιστικής ιδεολογίας. Τη μπανανόφλουδα του υποκριτικού ενδιαφέροντος των εκπροσώπων της καπιταλιστικής βαρβαρότητας φαίνεται να πατά ακόμη και ο προοδευτικός-ριζοσπαστικός χώρος, αγνοώντας την πλούσια ιστορική πείρα που αποδεικνύει πως το αντιδραστικό, από τη φύση του, αστικό κράτος δε μπορεί παρά να εγγυηθεί την καταπάτηση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών του λαού, τόσο των συλλογικών όσο και των ατομικών.    


Μιλώντας όμως για την οικογένεια, ας επιχειρήσουμε να την κατανοήσουμε εντός του πλαισίου που έχει διαμορφώσει η ίδια η ιστορική της εξέλιξη, δίχως δηλαδή να αγνοούμε τη μορφή και το περιεχόμενο των τεκτονικών αλλαγών που έλαβαν χώρα σε κάθε πτυχή της οικογενειακής ζωής, κυρίως μετά την επικράτηση των σύγχρονων καπιταλιστικών παραγωγικών-οικονομικών σχέσεων. Μελετώντας τις σχετικές με τη θεματική θεωρητικές επεξεργασίες των Μαρξ, Ένγκελς, Κολλοντάι κ.α, γίνεται ξεκάθαρο πως η λεγόμενη παραδοσιακή-αστική οικογένεια δεν είναι ούτε η αρχή αλλά ούτε και το τέλος του θεσμού της οικογένειας. Με πιο απλά λόγια, υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν και στο μέλλον μορφές οικογενειακής ζωής που δομούνται μακριά από τα πρότυπα λειτουργίας της κυρίαρχης αστικής ηθικής και πρακτικής, έτσι όπως αυτά εκφράστηκαν μέσα από την ανάδυση και τελικά επικράτηση της αστικής οικογένειας. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί πως στο έργο των θεωρητικών γίνεται σαφής τόσο ο αντιδραστικός χαρακτήρας του αστικού-πατριαρχικού γάμου όσο και οι συνθήκες εντός των οποίων αναδύθηκε αυτός: παράλληλα δηλαδή με την άνοδο της ατομικής ιδιοκτησίας και τη συγκρότηση της πρώτης στην ιστορία ταξικής εκμεταλλευτικής κοινωνίας. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το έργο των Ένγκελς και Κολλοντάι, είμαστε σε θέση να κατανοήσουμε την περιγραφή ενός νέου δρόμου διαλεκτικής εξέλιξης των σχέσεων και μορφών οικογενειακής ζωής, η ανάπτυξη των οποίων θα σημάνει, σύμφωνα πάντοτε με τους ίδιους, το οριστικό τέλος της λεγόμενης παραδοσιακής-αστικής (καπιταλιστικής) οικογένειας.    

 

Ποιά είναι όμως η αντικειμενική (μετρήσιμη) πραγματικότητα που συχνά αποκρύβουν ή και αρνούνται οι θιασώτες της συντήρησης του παραδοσιακού τύπου της οικογένειας (βλ. αστική οικογένεια); Πλήθος μελετητών έχει αναδείξει το γεγονός πως η επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, συνοδευόμενη από την εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση, συνετέλεσε στη συρρίκνωση της παραδοσιακής οικογένειας. Στο πλαίσιο αυτό συναντάμε: τους ολοένα και λιγότερους (και σε μεγαλύτερη ηλικία) γάμους, τα ολοένα και περισσότερα διαζύγια (ιδιαίτερα για τις γυναίκες), καθώς και την ανάδυση νέων (ή εναλλακτικών) μορφών συμβίωσης, γονεϊκότητας και τεκνοποίησης (βλ. ελεύθερη συμβίωση, μονογονεϊκότητα, εθελοντική ατεκνία, οικογένειες σε ανασύνθεση, εκτός γάμου τεκνοποίηση, κλπ). 


Οι τάσεις αυτές επιβεβαιώνονται ιστορικά και για την περίπτωση της Ελλάδας: Κατά την περίοδο 1907-1920, οι διαζευγμένες γυναίκες στην Ελλάδα σημείωσαν μια συνταρακτική αύξηση του ποσοστού τους κατά περίπου 130%, ενώ την ίδια στιγμή οι έγγαμες γυναίκες σε ηλικία κάτω των 20 ετών γνώρισαν μια ποσοστιαία πτώση της τάξεως του 68%. Λίγο αργότερα, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, οι εκτός γάμου γεννήσεις στην Ελλάδα αυξήθηκαν ποσοστιαία κατά περίπου 23%, και μάλιστα σε συνθήκες πτώσης τόσο της συνολικής γεννητικότητας όσο και της γαμηλιότητας κατά περίπου 12% και 26%, αντίστοιχα. Παράλληλα, οι έγγαμες γυναίκες σε ηλικία κάτω των 20 ετών στην Ελλάδα του μεσοπολέμου μειώθηκαν εκ νέου κατά περίπου 20%. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως αυτή η μετρήσιμη συρρίκνωση της παραδοσιακής οικογένειας στην Ελλάδα, που λαμβάνει όπως είδαμε χώρα ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, συνοδεύτηκε από την εκρηκτική αύξηση των ποσοστών της μισθωτής εργασίας των γυναικών. Το γεγονός αυτό μας επιτρέπει να υποστηρίξουμε την εγκυρότητα της υπόθεσης της γυναικείας οικονομικής ανεξαρτησίας, σύμφωνα με την οποία η είσοδος των γυναικών στη μισθωτή εργασία οδήγησε στη σταδιακή χειραφέτησή τους, και άρα στην αποδέσμευσή τους από τα δεσμά του αστικού γάμου. 


Όπως ήταν φυσικό, τόσο οι διαζευγμένες γυναίκες όσο και η κοινωνική πραγματικότητα των εκτός γάμου γεννήσεων στην Ελλάδα των αρχών του 20ού αιώνα κέρδισαν από την πρώτη στιγμή τα βέλη της χυδαίας αστικής κριτικής. Ακολούθησε μια οργανωμένη απόπειρα πειθάρχησης στα πλαίσια του κοινωνικού ελέγχου που άσκησε το αστικό κράτος πάνω στον πληθυσμό, και ιδιαίτερα στα κατώτερα στρώματα, με κύριο στόχο την “ανηθικότητα” που απειλούσε την κοινωνική συνοχή. Είναι ενδεικτικό πως τα “Αστυνομικά Χρονικά”, το επίσημο περιοδικό της περιβόητης Αστυνομίας Πόλεων, αφιέρωσε κατά τη μεταπολεμική περίοδο πλήθος άρθρων για τη στοχοποίηση των ανθρώπων που έφερναν στον κόσμο παιδιά εκτός γάμου, συχνά ταυτίζοντάς τους με κοινούς εγκληματίες. Δεν ήταν άλλωστε λίγες οι φορές που οι μανάδες αυτών των παιδιών στολίστηκαν δεόντως από τον αστικό λόγο ως “βουλγάρες”, “πουτάνες”, “άρρωστες” κλπ, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις το αστικό κράτος προχώρησε μέχρι και σε αρπαγές των παιδιών τους, καθώς αυτές θεωρήθηκαν “ανίκανες” για να τα μεγαλώσουν.


Σήμερα, το ποσοστό των γεννήσεων που λαμβάνουν χώρα εκτός γάμου στην Ελλάδα έχει σχεδόν δεκαπλασιαστεί συγκριτικά με τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 1960. Την ίδια στιγμή, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2015, τα ζευγάρια στην Ελλάδα που ζουν χωρίς να έχουν καθόλου παιδιά, τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά και η μονογονεϊκότητα (βλ. μη παραδοσιακές μορφές οικογενειακής ζωής) αντιπροσωπεύουν περίπου το 60% του συνόλου των οικογενειών της χώρας, με την παραδοσιακή οικογένεια (βλ. ζευγάρια με παιδιά) να αντιπροσωπεύει μόλις το 27% του συνόλου των οικογενειών. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα εμπειρικά ευρήματα σύμφωνα με τα οποία όλες οι μη παραδοσιακές (βλ. εναλλακτικές) μορφές συμβίωσης και γονεϊκότητας συνδέονται θετικά με τη συνολική γονιμότητα, εν αντιθέσει με την παραδοσιακή οικογένεια που σχετίζεται αρνητικά με την αύξηση των γεννήσεων. Φαίνεται λοιπόν, και από αυτά τα στοιχεία, η τάση των ανθρώπων να επιλέγουν ολοένα και περισσότερο τη συγκρότηση οικογένειας εκτός γάμου (και εκτός του πλαισίου που θέτει η κυρίαρχη αστική ηθική), ιδιαίτερα σε συνθήκες άμβλυνσης των έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου