Μια Εμπειρική Διερεύνηση των Προσδιοριστικών Παραγόντων της Παραγωγής Καπνού: Η Περίπτωση της Ελλάδας Μεταπολεμικά * (του Τρύφωνα Λεμοντζόγλου)
* υλικό παρουσίασης για την 2η Συνάντηση Εργασίας της Ομάδας Αγροτικής Ιστορίας της Ελληνικής Εταιρείας Οικονομικής Ιστορίας (βλ. https://hdoisto.gr/gr/news/events//846/)
Η συνεισφορά του καπνού στην συνολική γεωργική αξία της κάθε περιοχής παρουσιάζει μια έντονα πτωτική πορεία. Ο καπνός γίνεται ολοένα και λιγότερο σημαντικός (με όρους αξίας). Την ίδια στιγμή, έχουμε ενδείξεις πως άλλα αγροτικά προϊόντα όπως είναι το σιτάρι και το βαμβάκι παρουσιάζουν ανοδικές τάσεις. Επομένως, κάποια "νέα" προϊόντα φαίνεται να παίρνουν σταδιακά τη θέση του καπνού (τουλάχιστον σε ότι αφορά την "πίτα" της αξίας).
Ολοένα χαμηλότερη γίνεται και η συνεισφορά του καπνού σε ότι αφορά τόσο το % του επί του συνόλου της αξίας των εξαγωγών όσο και το % της χρηματοδότησης του καπνεμπορίου επί του συνόλου της χρηματοδότησης στο εμπόριο.
Το έτος 1951 οι καπνοκαλλιεργητές αφορούσαν το 13% του συνόλου του γεωργικού πληθυσμού της χώρας. Το έτος 1961 οι καπνοκαλλιεργητές αφορούσαν το 1,6% του συνόλου του οικονομικά ενεργού πληθυσμού της χώρας (λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των κλάδων).
Το έτος 1959 οι εργαζόμενοι στην καπνοβιομηχανία αφορούσαν το 14% του συνόλου των εργαζομένων στη μεταποίηση. Τόσο σε απόλυτες τιμές όσο και σαν ποσοστό επί του συνόλου των εργαζομένων στη μεταποίηση οι καπνεργάτες παρουσίαζουν πτώση.
Εδώ αποτυπώνεται η πορεία της παραγωγής καπνού στην Ελλάδα κατά την μεταπολεμική περίοδο (σε ποσότητες). Σε μια πρώτη προσπάθεια να συσχετίσουμε τον όγκο παραγωγής του καπνού με το ιδεολογικό πρόσημο της κυβέρνησης βρίσκουμε μια έντονα θετική συσχέτιση ανάμεσα στα λεγόμενα "κεντρο-αριστερά" κόμματα και τον όγκο της παραγωγής. Με παρόμοιο τρόπο, έχουμε εντοπίσει μια επίσης έντονα θετική σχέση ανάμεσα στον όγκο παραγωγής του καπνού και στα ποσοστά των εκλογικών συνδυασμών του ΚΚΕ κατά την περίοδο του μεσοπολέμου.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πως η ανοδική τάση σε ότι αφορά τον όγκο παραγωγής του καπνού στην μεταπολεμική Ελλάδα δε φαίνεται να συνοδεύεται από την αντίστοιχη αύξηση των καπνικών εκτάσεων, οι οποίες μάλιστα παρουσιάζουν έντονα πτωτική πορεία.
Κατά τα μέσα της δεκαετίας του 70', η παραγωγή του αρδευτικού καπνού ξεπερνάει πλέον την αντίστοιχη του ξηρικού. Έχουμε μια ξεκάθαρη ανατροπή/μετάβαση.
Μια σειρά περιοχών επιβεβαιώνει την γενική τάση, αντικαθιστώντας σταδιακά τα ξηρικά καπνά με τα αρδευτικά (ανάμεσά τους και περιοχές της Μακεδονίας).
Άλλες περιοχές φαίνεται πως "αντιστέκονται" στην κεντρική τάση, επιμένοντας "ξηρικά" (εδώ συναντάμε κυρίως περιοχές της Μακεδονίας και της Θράκης).
Ενώ ένα τρίτο γκρούπ περιοχών φαίνεται να επιμένει παραδοσιακά "αρδευτικά". Ξεπροβάλλει ένας ξεκάθαρος γεωγραφικός καταμερισμός όπου οι βόρειες περιοχές της χώρας τροφοδοτούν τη χώρα με ξηρικά καπνά ενώ οι περιοχές της κεντρικής Ελλάδας με αρδευτικά.
Ακόμη και πριν την είσοδο στην αγορά των αρδευτικών καπνών, η εικόνα είναι διαφοροποιημένη ανάλογα με την καπνική ποικιλία.
Συναντάμε λοιπόν περιοχές οι οποίες έχουν το "μονοπώλιο" μιας ποικιλίας, άλλες περιοχές όπου παράγουν συντριπτικά μια συγκεκριμένη ποικιλία, καθώς και ποικιλίες που παράγονται σε αρκετές διαφορετικές (γεωγραφικά) περιοχές.
Αν αυξήσουμε κατά ένα στρέμμα τις εκτάσεις για το σιτάρι θα πάρουμε κατά μέσο όρο 150 κιλά νέας παραγωγής. Η αντίστοιχη αύξηση για τον αρδευτικό καπνό θα οδηγήσει σε 140 κιλά νέας παραγωγής (το ίδιο ισχύει και για το αρδευτικό βαμβάκι). Η χαμηλότερη συνεισφορά της γης συναντάται στην ξηρική παραγωγή (είτε μιλάμε για τον καπνό είτε για το βαμβάκι), αλλά και στον καπνό πριν την είσοδο στην αγορά των αρδευτικών καπνών.
Πέρα από τις διαφοροποιήσεις σε ότι αφορά τη συνεισφορά της γης στην παραγωγή ανά προϊόν παρατηρούμε και αντίστοιχες ως προς τη γεωγραφία.
Σε ότι αφορά τα γεωργικά μηχανήματα, αυτά είναι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά με βάση τον τρόπο παραγωγής του καπνού. Για την συνολική παραγωγή οι ψεκαστήρες, τα συγκροτήματα τεχνητής βροχής και οι αντλίες πετρελαίου μπορούν να σταθούν ως προσδιοριστικοί παράγοντες των επιπέδων της παραγωγής (κάτι που δεν ισχύει και για τα τρακτέρ που έχουν αρκετά χαμηλή ερμηνευτική ικανότητα). Για τον αρδευτικό καπνό, τόσο τα συγκροτήματα τεχνητής βροχής όσο και οι αντλίες πετρελαίου παρουσιάζουν υψηλή ερμηνευτική ικανότητα για τον προσδιορισμό του επιπέδου της παραγωγής (κάτι που δεν ισχύει και για τους ψεκαστήρες, τους θειωτήρες και τα τρακτέρ). Ενώ για τον ξηρικό καπνό, μονάχα οι ψεκαστήρες φαίνεται να έχουν ερμηνευτικό χαρακτήρα σε ότι αφορά τον προσδιορισμό της παραγωγής.
Όπως και προηγούμενα, ο παράγοντας "γεωγραφία" φαίνεται να οδηγεί σε σημαντικές διαφοροποιήσεις, ακόμη και αν κοιτάμε τη συνεισφορά ενός συγκεκριμένου μηχανήματος στην παραγωγή του ίδιου προϊόντος.
Πέρα από τους παράγοντες "έδαφος-γη" και "κεφάλαιο", φαίνεται πως τόσο η "μετανάστευση" (μόνιμοι κάτοικοι που έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό) όσο και το "ανθρώπινο κεφάλαιο" (αριθμός μαθητών & αριθμός σχολείων) είναι σε θέση να εξηγήσουν ικανοποιητικά τα επίπεδα της παραγωγής καπνού στην Ελλάδα. Τα λιγότερα εργατικά χέρια οδηγούν σε συρρίκνωση της παραγωγής καπνού, ενώ το "ανθρώπινο κεφάλαιο" δε φαίνεται να λειτουργεί συμπληρωματικά με την παραγωγή καπνού.
Προσδιοριστικός παράγοντας του επιπέδου της παραγωγής φαίνεται να είναι και η τιμή.
Ωστόσο, η αντίδραση στις μεταβολές της τιμής διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία. Κάποιες καπνικές ποικιλίες είναι περισσότερο "ευαίσθητες" στις μεταβολές των τιμών, άλλες λιγότερο "ευαίσθητες", ενώ για κάποιες καπνικές ποικιλίες η τιμή δε φαίνεται να είναι σε θέση να προσδιορίσει την παραγωγή. Εδώ, χρησιμοποιούμε τις τιμές στο χρόνο t-1 προκειμένου να εξηγήσουμε τα επίπεδα της παραγωγής στο χρόνο t.
Το θετικό πρόσημο και ικανοποιητικά επίπεδα στατιστικής σημαντικότητας παρατηρούνται ακόμη και αν κοιτάμε τις εικόνες ανά γεωγραφική περιοχή ή ανά ποικιλία. Οι μη βόρειες περιοχές της χώρας και τα τσεμπέλια παρουσιάζουν τα υψηλότερα επίπεδα ερμηνευτικής ικανότητας.
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου